ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΝΤΕΟ | ΟΜΙΛΙΑ | ΛΕΞΙΚΑ |
Η σελίδα αποτελεί συλλογή των κειμένων που ανάρτησε ο κ. Αργυρόπουλος στο ιστολόγιο ΠΕΡΙΓΛΩΣΣΙΟ (στις 22/12/2014). Για τυχόν πιο πρόσφατες διορθώσεις, μπορείτε να επισκεφτείτε τα αρχικά άρθρα που ενημερώνονται από τον ίδιο.
#1 | #2 | #3 | #4 | #5 | #6 | #7 | #8 | #9 | #10 | #11 | #12 |
Η γραφή, σύστημα συμβατικών συμβόλων που αποτυπώνουν σε κάποια γραφική ύλη –σε χαρτί, πάπυρο, ξύλο, μάρμαρο κ.ά.– στοιχεία του προφορικού λόγου ενός ομιλητή, αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές επινοήσεις στην ιστορία του πολιτισμού. Ο λόγος είναι ότι έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να υπερβεί τους περιορισμούς που υπήρχαν στη μετάδοση πληροφοριών στον χώρο και τον χρόνο. Σήμερα, ακόμη και ο προφορικός λόγος μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς αυτούς, να νικήσει τον χρόνο και να ταξιδέψει παντού στον κόσμο, εφόσον έχουμε πλέον στη διάθεσή μας τις κατάλληλες συσκευές ηχογράφησης. Σε παλαιότερες εποχές όμως μόνο με τη γραφή ήταν δυνατή η μετάδοση μηνυμάτων χωρίς τοπικά και χρονικά όρια. Την αξία της γραφής δείχνει εμμέσως μια γνωστή φράση του Θουκυδίδη: Ο αρχαίος ιστορικός στο 1.22.4 διευκρινίζει σχετικά με το έργο του ότι έχει γραφεί για να αποτελέσει «κτήμα ες αεί», δηλαδή αιώνιο κτήμα, παντοτινό μελέτημα. Πράγματι, το ιστορικό έργο του Θουκυδίδη έχει τέτοιον χαρακτήρα. Ο σκοπός όμως του συγγραφέα, το να μείνει δηλαδή αθάνατο το έργο του, κτήμα των μελλοντικών γενεών, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη γραφή, αφού ο προφορικός λόγος σε γενικές γραμμές είναι εφήμερος.Η λατινική έκφραση “Verba volant, scripta manent” (= τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν) δείχνει τον εφήμερο χαρακτήρα του προφορικού λόγου και τον μόνιμο του γραπτού. Βέβαια, αυτή η διάκριση δεν είναι απόλυτη, αν σκεφτεί κανείς λ.χ. ότι μπορεί να μας πουν μια κουβέντα που να μην την ξεχάσουμε ποτέ, άρα να χαρακτηρίζεται από μονιμότητα, ή ότι μπορεί να σβηστεί κάτι που έχει γραφεί στο διαδίκτυο ή και αλλού, επομένως να είναι εφήμερο.
Ο Χριστίδης (2005: 46) πάντως εύστοχα αναφέρει δύο χαρακτηριστικά στοιχεία για τη μονιμότητα του γραπτού λόγου που αφορούν τη μοίρα: Χρησιμοποιούμε τη λέξη γραφτό (= μοίρα) και την έκφραση ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Ας προσθέσω τους λαϊκούς τύπους (το) γραμμένο / (τα) γραμμένα (= μοίρα), ενώ αξιοσημείωτη είναι η εξής ερώτηση, που δηλώνει τη βαρύτητα του γραπτού λόγου: Πού το είδες αυτό γραμμένο;
Από την άλλη, στον πλατωνικό Φαίδρο (274c-275b) ο Αιγύπτιος βασιλιάς Θαμούς αμφισβητεί τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η γραφή. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι τα γράμματα θα έχουν ως αποτέλεσμα αυτοί που θα τα μάθουν να παραμελήσουν την άσκηση της μνήμης τους, αφού εμπιστευόμενοι τη γραφή θα ανακαλούν πράγματα όχι από μέσα τους αλλά απέξω, με ξένα σημεία. O Ferdinand de Saussure θεωρούσε ότι ο προφορικός λόγος έχει προτεραιότητα έναντι του γραπτού, ενώ ο Jacques Derrida «έχει υποστηρίξει την απόλυτη αυτονομία της γραφής ως συστήματος σημείων», όπως σημειώνει η Καραντζόλα (1996), που δίνει περισσότερες πληροφορίες για το θέμα και βιβλιογραφικά στοιχεία. Με τη γραφή βέβαια διαιωνίζονται και έργα βασισμένα σε μακρά προγενέστερη προφορική παράδοση, όπως τα έπη του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Ας προστεθεί ότι γράφοντας μπορούμε να σώσουμε από τη λήθη και να μεταδώσουμε περισσότερα δεδομένα, και μάλιστα με πιο λίγα λάθη, από αυτά που θα μπορούσαμε να απομνημονεύσουμε. Άλλωστε, η απομνημόνευση κειμένων και η διάδοσή τους από στόμα σε στόμα δεν θα ήταν σήμερα τόσο αποτελεσματική, έστω και αν κάποτε η προφορική παράδοση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διάσωση και μετάδοση λογοτεχνικών έργων και ποικίλων πληροφοριών. Ένα από τα βιβλία που σημειώνουμε στις βιβλιογραφικές αναφορές, του David Crystal (2010), είναι ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο γλωσσολογίας 368 σελίδων. Πώς θα ήταν δυνατόν χωρίς τη γραφή να λάβουμε γνώση του περιεχομένου του; Ακόμη και αν κάποιοι που έχουν παρακολουθήσει διαλέξεις ή μαθήματα του εξαίρετου αυτού γλωσσολόγου διέδιδαν τα λεγόμενά του σε εμάς, θα ήταν απίθανο να δημιουργηθεί προφορική παράδοση των όσων έχει πει και εμείς να θυμόμαστε λεπτομερώς ό,τι ακούσαμε από άλλους. Επομένως, η γραφή μάς επιτρέπει να ξεπεράσουμε τα όρια όχι μόνο του χώρου και του χρόνου, αλλά και της μνήμης, και έτσι να διασώσουμε και να μεταφέρουμε σκέψεις, ιδέες κτλ. Από την άλλη, όλα αυτά τα θετικά της γραφής δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να γίνει κακή χρήση της. Φερειπείν, και μέσω του γραπτού λόγου μπορεί κανείς να διαδώσει αναληθείς, παραπλανητικές, συκοφαντικές κτλ. πληροφορίες. (Για τη σπουδαιότητα της γραφής βλέπε Jensen 1970: 16-18 και Rogers 2005: 1-2.)
Η γραφή μπορεί να μην επιτελεί μόνο την πρακτική λειτουργία του να διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, αλλά να έχει και άλλου είδους αξία, αισθητική, θρησκευτική κ.ά. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να συνδέεται με την τέχνη, με τη δημιουργία δηλαδή αισθητικού αποτελέσματος (Gelb 1963: 229-230), όπως η αραβική γραφή. Επίσης, μπορεί από μερικούς να συνδέεται και με τη θρησκεία (Gelb 1963: 230-234). Παράδειγμα: η ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι η γραφή έχει θεία καταγωγή και ιδιότητες. Ειδικότερα η αλφαβητική γραφή έχει συσχετιστεί από ορισμένους και με τη μαγεία (Février 1959: 592-595, Gelb 1963: 233). Παράδειγμα: η αντικατάσταση των γραμμάτων μιας λέξης με τους αντίστοιχους αρχαίους αριθμούς (π.χ. α = 1, β = 2, ρ = 100, κ = 800 κ.λπ.) και η εύρεση λέξεων με το ίδιο άθροισμα, που αποδεικνύει δήθεν ότι η αντιστοιχία γραμμάτων και αριθμών δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία. Η αλφαβητική γραφή έχει και γλωσσολογική αξία, καθώς επιτρέπει την επιστημονική μελέτη της δομής μιας γλώσσας περισσότερο από ό,τι π.χ. η εικονογραφική, όπου τα σύμβολα («εικονογράμματα») δίνουν βαρύτητα στη σημασία και όχι στη φωνητική μορφή, και γι’ αυτό απεικονίζουν αντικείμενα, πρόσωπα, ζώα, μέρη του σώματος, ακόμη και διάφορα στοιχεία της φύσης κ.λπ. Μελετώντας παπύρους και επιγραφές, για παράδειγμα, ο γλωσσολόγος οδηγείται σε συμπεράσματα για την προφορά και τη διαχρονική της εξέλιξη. Ο ειδικός μέσω της ορθογραφίας δεν μαθαίνει βέβαια τη γλώσσα, αλλά μαθαίνει για τη γλώσσα. (Για τη γλωσσολογική, την πρακτική, την αισθητική, τη θρησκευτική και πολλές άλλες πλευρές των γραφικών συστημάτων βλέπε τα όσα γράφει ο Σετάτος 1993: 131-135.)
Η γραφή συνδέεται αλλά δεν ταυτίζεται με τη γλώσσα. Τα γράμματα διαφέρουν από τους φθόγγους. Οι φθόγγοι είναι ήχοι, ενώ τα γράμματα εικόνες ή σχέδια των φθόγγων (Χριστίδης 2005: 21). Η γραφή είναι παράγωγη του προφορικού λόγου, από τον οποίο εξαρτάται. Με τη γραφή αποτυπώνονται σε μια επιφάνεια στοιχεία του προφορικού λόγου – όχι όλα όμως, λ.χ. στον γραπτό λόγο δεν φαίνονται καθόλου ή φαίνονται ελάχιστα οι διακυμάνσεις της φωνής ενός ομιλητή ή οι παύσεις και η ανεπάρκεια αυτή αναπληρώνεται εν μέρει με τα σημεία στίξης, τους πλάγιους χαρακτήρες και άλλους τρόπους. Η γραφή αποτελεί οπτική αναπαράσταση εκφωνημάτων, τμημάτων του λόγου, και ως τέτοια προσδίδει διάρκεια στα εκφωνήματα, σύμφωνα και με τα γραφόμενα από τον Θουκυδίδη που είδαμε παραπάνω. Επίσης, το όποιο σύστημα γραφής έχει συμβατικό χαρακτήρα, γι’ αυτό συμβαίνει το ίδιο σύμβολο, λ.χ. το <ν>, να παριστάνει άλλον φθόγγο στο ελληνικό αλφάβητο ([n]) και άλλον στο λατινικό ([v]). Δεν υπάρχει κανένας φυσικός δεσμός του συμβόλου με τον φθόγγο που αντιπροσωπεύει. Ακόμη, η γραφή συνδέεται με συγκεκριμένα εκφωνήματα, τα οποία απεικονίζει, όχι αφηρημένα με ιδέες, και για τον λόγο αυτόν δεν συνιστούν γραφή άλλες μορφές επικοινωνίας που έχουν οπτικό χαρακτήρα, λ.χ. ένας πίνακας ζωγραφικής ή ένα σήμα της τροχαίας. Η γραφή λοιπόν είναι δευτερογενής: Αναπαριστά οπτικά τη γλώσσα, δεν είναι η ίδια η γλώσσα. Γι’ αυτό δεν είναι σωστό να ειπωθεί λ.χ. ότι κάποιες γλώσσες δεν έχουν φωνήεντα. Έχουν φωνήεντα, εφόσον ο όρος φωνήεν δηλώνει τον φωνηεντικό φθόγγο. Απλώς μπορεί σε ένα σύστημα γραφής να μη δηλώνονται φωνηεντικοί φθόγγοι. Σύγχυση ή ταύτιση γλώσσας και γραφής δείχνουν και σχόλια, διαδικτυακά και μη, για τις ολέθριες επιπτώσεις που υποτίθεται ότι θα έχει στην ελληνική κάποια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο γράφεται αυτή ή εκείνη η λέξη ή η ελληνική γλώσσα γενικά. Συγχέει ή ταυτίζει γλώσσα και γραφή και αυτός που έχει την εντύπωση ότι περίπλοκη ορθογραφία σημαίνει δύσκολη γλώσσα – ο Πετρούνιας (1984: 264) χαρακτηρίζει σφαλερή την ταύτιση δύσκολη ορθογραφία = δύσκολη γλώσσα. Πρόκειται για γενικό φαινόμενο, εφόσον «ακόμη και σε επιστημονικά αναπτυγμένες χώρες υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι γλώσσα και ορθογραφία είναι το ίδιο πράγμα» (Πετρούνιας 1984: 27). Επομένως, άλλο γλώσσα και άλλο γραφή. (Για τη σχέση γλώσσας και γραφής και για το πώς ορίζεται η γραφή βλέπε Παπαναστασίου 2001β, 2008: 25-27 και Rogers 2005: 2-4. Το θέμα γλώσσα και γραφή αναλύει και η Γλαράκη 2001, ενώ με τον προφορικό και τον γραπτό λόγο ασχολείται και ο Πολίτης 2001. Για ορθογραφικές παρερμηνείες και προκαταλήψεις βλέπε Πετρούνια 1984: 264-265.)
Θέμα συναφές με τη μη ταύτιση γλώσσας και γραφής αποτελεί η προτεραιότητα του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού. Όπως διδάσκουν οι γλωσσολόγοι, όλες οι γλώσσες είναι προφορικές, ενώ δεν έχουν όλες γραπτό κώδικα, που να τις απεικονίζει. Επίσης, όλοι μαθαίνουν να μιλάνε, αλλά δεν μαθαίνουν όλοι να γράφουν. Επιπλέον, τα παιδιά μαθαίνουν πρώτα να μιλάνε και μετά να γράφουν. Συν τοις άλλοις, η παραγωγή προφορικού λόγου από σχεδόν όλους τους ανθρώπους είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή γραπτού λόγου. Ας προστεθεί ότι η κατάκτηση της γλώσσας και της ομιλίας πραγματοποιείται με φυσικό τρόπο. Απεναντίας, η εκμάθηση της γραφής είναι συνειδητή και προϋποθέτει συστηματική διδασκαλία. Αλλά και η ιστορία του προφορικού λόγου είναι πιο μακρά από του γραπτού – μια γλώσσα υπάρχει σε επίπεδο προφορικού λόγου πριν και από τις αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες της, προτού αποκτήσει γραφή. Τέλος, όλα τα συστήματα γραφής αποδίδουν μονάδες του προφορικού λόγου· τα αλφαβητικά συστήματα απεικονίζουν φθόγγους, τα συλλαβογραφικά (τα λεγόμενα συλλαβάρια) συλλαβές και τα ιδεογραφικά λέξεις. Στα παραπάνω στοιχεία βασίζεται η προτεραιότητα του προφορικού λόγου, που αποτελεί μια από τις αρχές της σύγχρονης γλωσσολογίας. (Για περισσότερα στοιχεία βλέπε Μοσχονά 2001 και Lyons 2002: 66-70, 93-94.)Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου σε σχέση με τον γραπτό φαίνεται και στο εξής: Μερικοί συνδυασμοί φθόγγων είναι αδύνατον να προφερθούν σε μια γλώσσα, ενώ είναι δυνατόν να συνδυαστούν μεταξύ τους τα αντίστοιχα γράμματα στις γραπτές λέξεις και τίποτα στο σχήμα τους δεν μπορεί να εμποδίσει τον συνδυασμό τους (βλέπε Lyons 2002: 96-98).
Ο όρος ορθογραφία έχει ειδικότερη σημασία από τον όρο γραφή. Ορθογραφία σημαίνει το σύστημα των κανόνων που ρυθμίζουν σε μια συγκεκριμένη γλώσσα την αντιστοιχία μεταξύ της προφοράς και της γραφής. Ο Παπαναστασίου (2001β: 194) δίνει τον εξής ορισμό: «Ορθογραφία ονομάζεται η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην προφορική μορφή μιας γλώσσας και στη γραπτή της απόδοση […], όπως αυτή έχει καθιερωθεί ιστορικά». Σε νεότερο κείμενο του Παπαναστασίου (2008: 75) η ορθογραφία ορίζεται ως «η γενικά αποδεκτή και κωδικοποιημένη με κανόνες σχέση που έχει καθιερωθεί ανάμεσα στην προφορική μορφή μιας γλώσσας και στο σύστημα γραφής που την αποδίδει» και επισημαίνεται ο διττός χαρακτήρας της: Η ορθογραφία είναι μη αυθαίρετη από την άποψη ότι είναι γενικά αποδεκτή, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό. Η ορθογραφία όμως έχει και αυθαίρετο χαρακτήρα ως προς το ότι οι κανόνες της είναι συμβατικοί. (Βλέπε στον Sebba 2007: 27-30 παραδείγματα γραφών, όχι μόνο αγγλικών, όπου η σχέση μεταξύ φθόγγων και συμβόλων είναι συμβατική.) Κατά τον Vachek (1973: 18), είναι ένα είδος γέφυρας που οδηγεί από την προφορική στη γραπτή νόρμα της γλώσσας. Η εφαρμογή κανόνων ορθογραφίας είναι αναγκαία λόγω της έλλειψης αντιστοιχίας 1:1 μεταξύ φθόγγων (προφοράς) και γραμμάτων (γραφής) στα συστήματα γραφής διαφόρων γλωσσών. Αυτή η δυσαναλογία προφοράς και γραφής υφίσταται παρά την πρόθεση να υπάρχει όντως αντιστοιχία 1:1 μεταξύ φθόγγων και γραμμάτων σε ένα πρώιμο στάδιο, όταν επινοείται ένα σύστημα γραφής. Ας προστεθεί ότι στην αγγλική γλώσσα γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων orthography και spelling. Ο πρώτος όρος σημαίνει το σύνολο των συμβάσεων που ακολουθούνται στη γραπτή απόδοση λέξεων μιας γλώσσας, ενώ ο δεύτερος την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων στη γραφή πραγματικών λέξεων (Sebba 2007: 10-11).
Μπορεί να έχει επικρατήσει η σύνθετη λέξη ορθογραφία, ωστόσο η έννοια «ορθή γραφή» είναι σχετική. Η αντιστοιχία φθόγγων και γραμμάτων στην ορθογραφία της νέας ελληνικής και άλλων γλωσσών δεν είναι απόλυτα ακριβής, γιατί δεν αντιστοιχεί πάντα ένας φθόγγος σε ένα γράμμα. Στη δική μας γλώσσα φερειπείν δεν υπάρχει μόνο μια τέτοια αντιστοιχία 1:1, λ.χ. [δ] => <δ> (<δέμα>), αλλά και ένα γράμμα μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερους φθόγγους, λ.χ. <υ> => [i] (<σκύλος>), <υ> => [f] (<αυτός>), <υ> => [v] (<αυλή>). Επίσης, ένας φθόγγος μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερα γράμματα, λ.χ. [i] => <ι> (<ικανός>), [i] => <η> (<ήλιος>), [i] => <υ> (<ύλη>), [i] => <ει> (<εικόνα>), [i] => <οι> (<οικία>), [i] => <υι> (<υιοθεσία>). Σημειωτέον ότι το γράμμα <ι> μπορεί να μην αποτελεί σύμβολο του φθόγγου [i], λ.χ. στους τύπους <πόδια> ([pόδja]) και <ποδιά> ([poδjá]) δεν υπάρχει κανένα [i] στην προφορά· ο φθόγγος [j] εδώ είναι ο ίδιος με αυτόν που ακούγεται στο <γιαγιά> ([jajá]).Σημειώνουμε ορθογώνιες αγκύλες […] για τη φωνητική μεταγραφή, πλάγιες γραμμές /…/ για τη φωνολογική και γωνιώδεις αγκύλες <…> για την ιστορική ορθογραφία.
Ως προς τη φωνητική μεταγραφή ακολουθώ το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (εφεξής: ΛΚΝ), λ.χ. στη δήλωση με [j] του ουρανικού φθόγγου που ακούγεται στη λέξη γιαγιά ή στην καταγραφή του τονικού σημαδιού πάνω από το φωνήεν που τονίζεται και όχι πριν από την τονιζόμενη συλλαβή. Αξίζει να σημειωθεί και ότι στη νέα ελληνική ο φθόγγος [j] δεν δηλώνεται από συγκεκριμένο γράμμα. Σε γραφές όπως <πόδια> και <ποδιά> δεν χρησιμοποιείται καν <γ>. Αλλά ακόμη και στη γραφή <γέλιο>, όπου υπάρχει <γ>, αυτό το <γ> φωνητικά δεν είναι το ίδιο με το <γ> που βλέπουμε στο <γάλα>. (Αναλυτικότερα στοιχεία μπορεί να βρει κανείς στον Πετρούνια 1984: 241-245.) Πόσοι ομιλητές της νέας ελληνικής έχουν συνειδητοποιήσει πώς ακριβώς είναι τα πράγματα στη μητρική τους γλώσσα σε επίπεδο προφοράς; Και πόσοι, ειδικά από αυτούς που θα έκαναν ειρωνικά σχόλια για τη γραφή *<πσάργια>, έχουν αντιληφθεί ότι η συγκεκριμένη εσφαλμένη γραφή στην πραγματικότητα είναι πιο κοντά στην προφορά της λέξης από ό,τι η σωστή γραφή <ψάρια>; Και μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι παιδιά του δημοτικού κάνουν αυτό το λάθος και άλλα παρόμοια. Παρεμπιπτόντως, η παρουσίαση φωνολογικών/φωνητικών χαρακτηριστικών της νεοελληνικής στη γραμματική που διδάσκεται στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού (συλλογικό έργο, της καθηγήτριας Ειρήνης Φιλιππάκη και συνεργατών της, βλέπε Φιλιππάκη-Warburton κ.ά. 2010) συμβάλλει στην εξοικείωση του μαθητή με αυτά τα στοιχεία της νέας ελληνικής. Η συγκεκριμένη σχολική γραμματική το 2012 κυρίως στον χώρο του διαδικτύου δέχτηκε αβάσιμες κατηγορίες για κατάργηση μερικών γραμμάτων και προώθηση της φωνητικής γραφής. Οι επικριτές της βασίστηκαν σε ένα κεφάλαιο όπου γίνεται λόγος για φθόγγους της νέας ελληνικής και συμπέραναν ότι έχουν καταργηθεί γράμματα. Τα γράμματα όμως που υποτίθεται ότι λείπουν, όπως το <η> και το <ω>, δηλώνονται κανονικά στο κεφάλαιο για τα γράμματα. Σε αυτό το κεφάλαιο θα τα βρούμε, όχι στο κεφάλαιο για τους φθόγγους. Από τη μη εξαντλητική αναφορά μας στην αντιστοίχιση φθόγγων-γραμμάτων σύμφωνα με την ορθογραφία της νέας ελληνικής και από τα συναφή παραδείγματα που προηγήθηκαν βλέπουμε λοιπόν πόσο σχετική είναι η έννοια της ορθότητας στη γραφή.
Αφού είδαμε πώς ορίζεται η ορθογραφία και πόσο ορθή είναι πράγματι, ας περάσουμε στα τρία είδη ορθογραφίας, που είναι η φωνητική, η φωνολογική και η ιστορική. Πρώτον, στη φωνητική ορθογραφία κάθε σύμβολο αντιπροσωπεύει έναν φθόγγο. Για παράδειγμα, η λέξη γυναίκα φωνητικά γράφεται ως [jinéka]. Δεύτερον, στη φωνολογική ορθογραφία κάθε σύμβολο αποδίδει ένα φώνημα. Φώνημα, όπως λένε οι γλωσσολόγοι, είναι μια φωνητική μονάδα μιας γλώσσας που έχει διαφοροποιητική λειτουργία ως προς τη σημασία λέξεων· στις λέξεις μόνος, πόνος, τόνος, φόνος τα /μ/, /π/, /τ/, /φ/ είναι φωνήματα, γιατί με αυτά διακρίνονται σημασιολογικά οι αντίστοιχες λέξεις μεταξύ τους. Η λέξη γυναίκα φωνολογικά αποδίδεται ως /γi΄neka/. Στη φωνολογική ορθογραφία δεν δηλώνεται η ουρανική ποικιλία του /γ/, δεν φαίνεται δηλαδή αν το <γ> προφέρεται όπως στη λέξη γέλιο ή όπως στη λέξη γάλα, πράγμα που σημαίνει ότι η φωνολογική ορθογραφία είναι λιγότερο ακριβής από τη φωνητική ως προς την απόδοση της προφοράς μιας γλώσσας. Τρίτον, με βάση την ιστορική ορθογραφία θα γράψουμε <γυναίκα>, αλλά και <εισιτήριο> [isitίrio], <φιλειρηνικοί> [filirinikί], <επαινετός> [epenetόs], οπωροπωλείο [oporopolίo]. Όπως βλέπουμε, η ιστορική ορθογραφία εμφανίζει τη μεγαλύτερη αναντιστοιχία γραμμάτων και φθόγγων. Στη νέα ελληνική λ.χ. το /ι/ γράφεται με έξι γραφές (<ι, η, υ, ει, οι, υι>), το /ε/ με δύο (<ε, αι>), το /ο/ επίσης με δύο (<o, ω>) κ.λπ. (Για τα είδη ορθογραφίας βλέπε Μπαμπινιώτη 1985: 13-14.)
Μεγάλη ή μικρή δυσαναλογία μεταξύ της προφοράς και της γραφής μιας λέξης παρατηρείται και σε άλλες γλώσσες. (Χρησιμοποιώ εδώ τη λέξη δυσαναλογία με τη σημασία της μη αντιστοιχίας 1:1 φθόγγων και συμβόλων.) Παραδείγματα γραφών: τα αγγλικά <knight> και <sea>, τα γαλλικά <loi> και <loup>, τα γερμανικά <die> και <sieben>. Στους τύπους αυτούς υπάρχουν γράμματα που είτε δεν αντιπροσωπεύουν προφερόμενους φθόγγους είτε αντιστοιχούν σε φθόγγους με τρόπο μη προβλέψιμο από κάποιον που δεν γνωρίζει την αντίστοιχη γλώσσα και τη γραφή της. Μεγάλη διαφορά γραφής και προφοράς παρουσιάζει η αγγλική λέξη enough. Στο γαλλικό <oiseau> μάλιστα κανένας από τους προφερόμενους φθόγγους δεν αντιπροσωπεύεται από κάποιο αντίστοιχο σύμβολο, όπως επισημαίνει ο Saussure (1979: 61). Ομοίως και στον τύπο του πληθυντικού, που έχει ένα γράμμα παραπάνω αλλά την ίδια προφορά: <oiseaux>. Στα αγγλικά και στα γαλλικά υπάρχει σε μεγαλύτερο βαθμό δυσαναλογία προφοράς και γραφής, ενώ στα γερμανικά σε μικρότερο. Η διαφορά μεταξύ αγγλικών και γαλλικών είναι ότι στα αγγλικά συναντάς μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανάγνωση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κανόνες (βλέπε Carney 1998). Στα γαλλικά, σίγουρα σε λιγότερες περιπτώσεις από ό,τι στα αγγλικά δεν ξέρεις πώς διαβάζεται μια λέξη με βάση τους γενικούς κανόνες που έχεις μάθει στα πρώτα μαθήματα. Λ.χ. το <tous>, που εκτός συμφραζομένων δεν ξέρεις πώς διαβάζεται, ως προς αυτό μοιάζει με το αγγλικό <read>. Για περισσότερα παραδείγματα από ξένες γλώσσες παραπέμπω στον Πετρούνια 1984: 245-248.Σχετικά με τα ελληνικά, ένας μη φυσικός ομιλητής θα δυσκολευόταν στην ανάγνωση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως στη γραφή <λόγια>, που μπορεί να αντιστοιχεί σε δύο προφορές: [lόja] με συνίζηση (π.χ. λίγα λόγια και καλά) και [lόjia] χωρίς συνίζηση (π.χ. λόγια και δημοτικά στοιχεία). Άρα, το σωστό είναι <τα λόγια μου> [ta lόja mu] και όχι <τα λόγιά μου> [ta lόjiá mu]. Ομοίως: τα παπούτσια μου, τα κορίτσια μας και όχι *τα παπούτσιά μου, *τα κορίτσιά μας, όπως προφέρουν μερικοί μη φυσικοί ομιλητές. Ένας ξένος καθηγητής, που έχει μάθει ελληνικά, συνομιλώντας με φίλο μου γλωσσολόγο χρησιμοποίησε τη φράση *τα παπούτσιά μου. Μόλις ο φίλος μου του είπε ότι δεν λέγεται έτσι, εκείνος με γνήσιο ενδιαφέρον ζήτησε εξηγήσεις. Τι θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε κάποιον ξένο που ρωτάει γιατί δεν λέμε *τα παπούτσιά μου; Στη γραφή <παπούτσια> το <ι> δεν απεικονίζει φθόγγο [i]. Δεν υπάρχει κανένα [i] στην προφορά του τύπου του πληθυντικού αριθμού. Πριν από τον τελευταίο φθόγγο ακούγεται –στην κοινή νέα ελληνική– ένας συμφωνικός φθόγγος, ο ίδιος που ακούγεται πρώτος όταν προφέρουμε τη λέξη χέρι. Ο τύπος παπούτσια δηλαδή έχει τρεις και όχι τέσσερις συλλαβές. Συνεπώς, δεν λέμε *τα παπούτσιά μου, ενώ βέβαια λέμε λ.χ. τα σακίδιά μου. (Αλλιώς κλίνεται το σακίδιο και αλλιώς το παπούτσι.)
Στη νέα ελληνική και σε άλλες γλώσσες το συγκεκριμένο είδος ορθογραφίας, η ιστορική, αντανακλά μια διαφορετική κατάσταση που υπήρχε στην προφορά. (Για την αρχαιοελληνική προφορά βλέπε Allen 2000 και Μπαμπινιώτη 1985.) Μια γλώσσα με το πέρασμα του χρόνου μεταβάλλεται σε διάφορα επίπεδα, όπως το λεξιλογικό και το σημασιολογικό. Μεταξύ άλλων αλλάζει και η προφορά μιας γλώσσας, αλλά η γραφή δεν μεταβάλλεται με τον ίδιο ρυθμό ή δεν αλλάζει καθόλου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αναντιστοιχία γραμμάτων και φθόγγων, όπως στα <τείχη> και <πύλη>. Με αυτόν τον τρόπο η ορθογραφία μιας γλώσσας τελικά γίνεται ιστορική. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ένα γράμμα έχει προστεθεί εκ των υστέρων για ετυμολογικούς λόγους, χωρίς να αντανακλά μια παλαιότερη προφορά. Παράδειγμα αποτελεί η εισαγωγή του <b> στο αγγλικό <doubt> από γραφείς ως αναγόμενο στο λατινικό <dubitare>· το <b> εδώ δεν αντιπροσωπεύει φθόγγο που προφερόταν σε προηγούμενο στάδιο της αγγλικής (Gelb 1963: 225) ούτε στο γαλλικό <doute>, από το οποίο προέρχεται το αγγλικό <doubt>. Παρόμοια περίπτωση αποτελεί η προσθήκη του <p> στο γαλλικό <corps> ως ετυμολογούμενο από το λατινικό <corpus> (Τριανταφυλλίδης 1965: 118). Eπίσης, η προσθήκη του <p> στο γαλλικό <compter>, επειδή ανάγεται στο λατινικό <computare> (Cohen 1958: 448). Ας προστεθεί εδώ ότι ετυμολογικές και άλλες πληροφορίες για αγγλικές λέξεις μπορεί να αντλήσει κανείς από αγγλικά και αμερικανικά λεξικά μέσω της μηχανής αναζήτησης λεξικών onelook (http://onelook.com/). Τα αίτια της αναντιστοιχίας προφοράς και γραφής αναλύονται στον Saussure (1979: 58-60) και στον Πετρούνια (1984: 253-259).
Ο γιατρός και ποιητής Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), θερμός υποστηρικτής της ριζικής ορθογραφικής απλοποίησης, στο έργο του Φηλολογηκες γραφες (1814), πρωτοδημοσιευμένο από τον Βλαχογιάννη (1901-1908), πρότεινε την κατάργηση της ιστορικής και την υιοθέτηση ενός είδους φωνητικής ορθογραφίας χωρίς τονικά σημάδια. Στο σύστημα γραφής που εισηγήθηκε, απέδωσε τον φωνηεντικό φθόγγο [i] με το <η> αντί για τα <ι>, <υ>, <ει>, <οι> κ.λπ., που θα χρησιμοποιούνταν στo πλαίσιo της ιστορικής ορθογραφίας: <τρηα> αντί <τρία>, <κηριες> αντί <κύριες>, <εμης> αντί <εμείς>, <ληπον> αντί <λοιπόν> κ.λπ.· χρησιμοποίησε το <ι> για να συμβολίσει μόνο το υποτακτικό φωνήεν των νεοελληνικών διφθόγγων, όπως η αι στο <αιτος>, ή ουρανικούς φθόγγους, όπως ο [j] στο <παιδια> [peδjá]· αντικατέστησε το <αι> με το <ε> σε τύπους όπως: <ακουοντε> αντί <ακούονται>, <ηνε> αντί <είναι> κ.λπ.· απέδωσε το <ω> με το <ο>: π.χ. <φονες> αντί <φωνές>, <καθος> αντί <καθώς> κ.λπ.· απλοποίησε τη γραφή των διπλών συμφώνων: <γλοσα> αντί <γλώσσα>, <σηλαβη> αντί <συλλαβή>· δήλωσε πάντως το [u] με <ου>, λ.χ. <παντου>· επίσης, όπως φαίνεται και από τις αμέσως προηγούμενες γραφές, κατήργησε τη δήλωση του τόνου, πλην των περιπτώσεων όπου έχει λειτουργικό ρόλο, τότε δηλαδή που διακρίνει διάφορες λέξεις μεταξύ τους ως προς τη σημασία. Σημειωτέον ότι χρησιμοποίησε και τα <ξ> και <ψ>, που δηλώνουν δύο συμφωνικούς φθόγγους το καθένα. Άρα, και ο Βηλαράς θα έγραφε τα <φρέσκα ψάρια> όπως εμείς, αν και χωρίς τόνους: <φρεσκα ψαρια>, πάντως όχι *<φρέσκα πσάργια>. Ο Βηλαράς υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν πρακτικές δυσκολίες στην εφαρμογή του συστήματός του, αφού τα κείμενα της εποχής του που θα έπρεπε να μεταγραφούν φωνητικά δεν ήταν πολλά (Τριανταφυλλίδης 1965: 82). (Για το σύστημα του Βηλαρά βλέπε Ιγνατιάδη 1991: 23-29, Τριανταφυλλίδη 1965: 178 και Παπαναστασίου 2008: 120-122.) Την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας πρότειναν κατά καιρούς και άλλοι μελετητές, όπως ο Μένος Φιλήντας (1870-1934) και ο Δημήτρης Γληνός (1882-1943). (Βλέπε Ιγνατιάδη 1990 και 1991 και τον συλλογικό τόμο: Φιλήντας & Γληνός κ.ά. 1980.)Αν και δεν συμφωνώ με την καθιέρωση της φωνητικής γραφής στη νέα ελληνική, προσυπογράφω το σχόλιο φίλου που μου γράφει ότι στον Βηλαρά βρίσκει πολύ περισσότερη συνέπεια, επιστημονικότητα και ανοιχτομυαλιά από τους φιλολόγους του 19ου αιώνα και μερικούς των ημερών μας.
Ας προσθέσω και το σχόλιο φίλης και συναδέλφου, που είχε την καλοσύνη να διαβάσει το κείμενό μου και να μου στείλει σχόλια: Όπως μου γράφει, οι Φηλολογηκες γραφες του Βηλαρά δείχνουν πόσο παλιές είναι κάποιες απόψεις που θεωρούμε μοντέρνες νομίζοντας ότι όλοι οι παλιοί ήταν συντηρητικοί και ότι εμείς προτείνουμε πρώτοι «ανατρεπτικές» θεωρίες.
Ωστόσο, τουλάχιστον σήμερα, τέτοιες ορθογραφικές ρυθμίσεις δεν εξυπηρετούν πρακτικούς σκοπούς: Οποιαδήποτε μεταρρύθμιση της νεοελληνικής ορθογραφίας προς την κατεύθυνση της φωνητικής γραφής –είτε με ελληνικούς είτε με λατινικούς χαρακτήρες– θα εμπόδιζε ή θα δυσκόλευε την πρόσβαση των νεότερων γενεών σε άπειρα νεοελληνικά κείμενα γραμμένα με την παραδοσιακή ορθογραφία. Απεναντίας, την κατάργηση της αραβικής γραφής και την καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου από τον Κεμάλ το 1928 στην Τουρκία διευκόλυνε το μεγάλο ποσοστό αναλφάβητων στη χώρα αυτή τότε. Επιστρέφοντας στα δικά μας, ας προσθέσουμε ότι η αναδρομική φωνητική μεταγραφή αναρίθμητων κειμένων της νέας ελληνικής θα ήταν όχι μόνο ασύμφορη οικονομικά, αλλά και αδύνατη πρακτικά. Επιπλέον, η ένταση και ο διχασμός που θα προκαλούσε τυχόν καθιέρωση της φωνητικής γραφής θα επισκίαζε τα όποια οφέλη της, αν υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν. Εδώ ξέσπασε σάλος το 2012 χωρίς λόγο, γιατί δήθεν καταργήθηκαν μερικά γράμματα σε μια σχολική γραμματική (Φιλιππάκη-Warburton κ.ά. 2010). Φανταστείτε τι θα γινόταν αν όντως είχαν καταργηθεί! Η καθιέρωση της φωνητικής γραφής δεν είναι μόνο γλωσσικό θέμα, αλλά και κοινωνικό. (Βλέπε Sebba 2007 για την κοινωνική διάσταση της ορθογραφίας.) Σε αντίθεση ίσως με την κατάργηση του πολυτονικού και την καθιέρωση του μονοτονικού το 1982, η αντικατάσταση της ιστορικής ορθογραφίας από τη φωνητική σήμερα δεν αποτελεί κοινωνικό αίτημα.Είναι συζητήσιμο αν και κατά πόσο και η καθιέρωση του μονοτονικού τότε, εκτός από πρωτοβουλία της ακαδημαϊκής κοινότητας, ήταν και αίτημα της κοινωνίας. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα. Κατά τη γνώμη μου, όσοι –γλωσσολόγοι και μη– τάσσονται σήμερα υπέρ της φωνητικής γραφής ή υπέρ μιας απλοποιημένης ορθογραφίας που προσεγγίζει τη φωνητική γραφή εκφράζουν ακραίες και ουτοπικές απόψεις. Και το κάνουν, όπως πιστεύω, για ιδεολογικούς λόγους, επειδή είναι αντίθετοι ιδεολογικά με διάφορους υπέρμαχους, υποτίθεται, της γλώσσας μας. Αυτοί οι τελευταίοι, ιδίως στις πιο ακραίες τους εκδοχές, αρθρώνουν έναν λόγο που δεν βασίζεται στη λογική και είναι αδύνατον να τους μεταπείσει ένας συνομιλητής τους, όσο και αν προσπαθήσει. Ωστόσο, εμείς δεν πρέπει να φτάσουμε στο άλλο άκρο, αλλά να βρούμε το σωστό σημείο ισορροπίας. Και, βέβαια, η όποια διαφωνία με τους υποστηρικτές της φωνητικής γραφής δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να οδηγήσει σε στοχοποίησή τους. Απεναντίας, χρειάζεται να εκδηλωθεί χωρίς τις ιδεολογικές φορτίσεις που χαρακτήρισαν τις απαράδεκτες επιθέσεις εναντίον των συγγραφέων της γραμματικής Φιλιππάκη (Φιλιππάκη-Warburton κ.ά. 2010), και μάλιστα χωρίς να υπάρχει το παραμικρό στοιχείο στην εν λόγω γραμματική που να δηλώνει ότι η συντακτική ομάδα υποστηρίζει την καθιέρωση της φωνητικής γραφής. Εφόσον δεν δεχόμαστε ότι η ορθογραφία είναι κάτι το ιερό, δεν νοείται να θεωρούμε ιερόσυλους όσους αρνούνται, σε μεγάλο ή και σε απόλυτο βαθμό, την ιστορική ορθογραφία.Επιπροσθέτως, μπορεί οι ξένοι που μαθαίνουν ελληνικά να δυσκολεύονται, εκτός από τη γλώσσα καθ’ εαυτήν, με το ελληνικό αλφάβητο και την ιστορική ορθογραφία, αλλά για αρκετούς ξένους αρχαιομαθείς το ελκυστικότερο γνώρισμα των ελληνικών είναι η ιστορία τους και ενδιαφέρονται να μάθουν νέα ελληνικά και λόγω της σχέσης (της όποιας σχέσης υπάρχει) μεταξύ νέας και αρχαίας ελληνικής ως προς την ορθογραφία – είναι κι αυτό ένα επιχείρημα κατά της εφαρμογής της φωνητικής γραφής στη νέα ελληνική.
Στον αντίποδα του συστήματος του Βηλαρά τοποθετείται αυτό του Γεωργίου Χατζιδάκι (1848-1941), θεμελιωτή της γλωσσολογίας στην Ελλάδα. Ο Χατζιδάκις ακολουθούσε απαρέγκλιτα την ιστορική ορθογραφία. Εφάρμοζε χωρίς καμία εξαίρεση τη λεγόμενη ιστορική ή ετυμολογική αρχή στη γραφή των λέξεων, σύμφωνα με την οποία τη γραφή μιας λέξης ρυθμίζει η ετυμολογική της προέλευση. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα του ορθογραφικού του συστήματος είναι τα ακόλουθα: Έγραφε το όνομα Βασίλης με <ει> στην κατάληξη, δηλαδή <Βασίλεις> (< Βασίλειος), ενώ το Αντώνης με <ι>, δηλαδή <Αντώνις> (< Αντώνιος). Ακόμη, έγραφε τα ουσιαστικά φιλί και φαγί με <ει>, δηλαδή <φιλεί> και <φαγεί>, γιατί και τα δύο ανάγονται στους αρχαίους απαρεμφατικούς τύπους φιλείν και φαγείν. Με το σύστημα του Χατζιδάκι θα γράφαμε ουδέτερα όχι μόνο σε -ι (<παιδί>, <χέρι>), αλλά και σε -υ (<βράδυ>, <δίχτυ>), καθώς και σε -ει (<φιλεί>, <αποφάγει>)· επίσης, όχι μόνο αρσενικά κύρια ονόματα σε -ης (<Ιωάννης>), αλλά και σε -ις (<Αντώνις>, <Θανάσις>, από το Αθανάσιος), καθώς και σε -εις (<Βασίλεις>). Σχετικά με την πρακτική εφαρμογή του ορθογραφικού του συστήματος, ο Χατζιδάκις (1905: 629-630) γράφει:
«Σκοπός μου δεν είναι κατά τας ερεύνας αυτάς να προσηλυτίσω τινάς υπέρ τούτου ή υπέρ εκείνου, ουδέ να φροντίσω να τύχωσι πρακτικής εφαρμογής και χρήσεως τα γιγνωσκόμενα, αλλά να ανεύρω την εν τη ιστορία αρχήν των λέξεων και τύπων και τον τρόπον καθ’ ον προήλθον […] και αφού ουδέ λόγοι πρακτικοί αλλ’ απλής συνηθείας κωλύουσι την παραδοχήν της προτεινομένης ορθογραφίας […] κρίνω, ότι είναι δυνατή η αποδοχή και μάλιστα πιθανή […]».
Ο διαπρεπής γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1965: 12) αναγνωρίζει ότι το σύστημα του Χατζιδάκι εμφανίζει τη μεγαλύτερη συνέπεια στην εφαρμογή της ιστορικής αρχής «κι έχει προτερήματα που θα το έκαναν ιδανικό, αν ο λόγος ήταν για μια γλώσσα που θα μελετούσαμε μόνο στα λεξικά και σ’ επιστημονικές μελέτες». Αυτή όμως η ποικιλία στη γραπτή παράσταση των καταλήξεων των ονομάτων και γενικά η απόλυτη εφαρμογή της ιστορικής αρχής θα πολλαπλασίαζε τις δυσκολίες που συναντάει ο μαθητής στην κατάκτηση της ορθογραφίας της μητρικής του γλώσσας. Το σύστημα του Χατζιδάκι δεν θα ήταν εύκολο να βρει πρακτική εφαρμογή κατά τη διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο. Το θέμα της ορθογραφίας έχει, εκτός από τη γλωσσολογική, και την παιδαγωγική του διάσταση και, ως εκ τούτου, πρέπει να αντιμετωπίζεται ευρύτερα. Η ορθογραφική μεταρρύθμιση, αίτημα εκείνων των καιρών, είχε μεγάλη εκπαιδευτική σημασία. Ο Τριανταφυλλίδης (1965: 15) σημειώνει μεταξύ άλλων ότι όποιος αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει η μόρφωση του λαού για την ευημερία του δεν θα υποτιμήσει την εκπαιδευτική σημασία μιας ορθογραφικής μεταρρύθμισης και συμπληρώνει:
«Και δω πρέπει να ομολογήσωμε ότι το επιστημονικά αρτιώτερο σύστημα του Χατζιδάκι δεν έδωσε καμιά προσοχή στην εκπαιδευτική αυτή άποψη».
Σημειωτέον ότι η Gazi (2009) δίνει το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο των απόψεων του Χατζιδάκι. (Για το σύστημα του Χατζιδάκι βλέπε Τριανταφυλλίδη 1965: 10-15, 182-183 και Παπαναστασίου 2008: 131-137.)
Μια μέση οδό ακολούθησε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1883-1959). Δύο είναι οι βασικές ορθογραφικές αρχές που διατύπωσε: Σύμφωνα με την πρώτη, απλογραφούνται οι μεταγενέστερες και μεσαιωνικές λέξεις που δεν έχουν για τον μη ειδικό αισθητή σχέση με τους αρχαίους προδρόμους τους εξαιτίας φωνητικών μεταβολών. Παραδείγματα: <αγόρι> (αντί <αγώρι>), που ανάγεται στο αρχαίο άωρος· <γλιτώνω> (αντί <γλυτώνω>), που συνδέεται με το αρχαίο έκλυτος· <κόκαλο> (αντί <κόκκαλο>), που σχηματίστηκε με βάση το αρχαίο κόκκος· <τραβώ> (αντί <τραυώ>), που συνδέεται με το αρχαίο ταύρος. Σχετικά με την εφαρμογή της αρχής αυτής, ο Τριανταφυλλίδης διευκρίνισε ότι δεν είναι δυνατόν να τεθούν σαφή κριτήρια για την ένταξη διαφόρων λέξεων σε αυτή την κατηγορία. Θεώρησε όμως σημαντική στην προκειμένη περίπτωση τη θεωρητική θεμελίωση της προτεινόμενης απλοποίησης (Τριανταφυλλίδης 1965: 35-36). Εδώ δηλαδή έχει σημασία ότι ο μη ειδικός ή αυτός που δεν έχει διαβάσει σχετικά δεν αντιλαμβάνεται την ετυμολογική σχέση π.χ. του γλιτώνω και του έκλυτος, που ανάγεται στο λύω, και γενικά δεν αποκομίζει όφελος από τη γραφή <γλυτώνω>. Σύμφωνα με τη δεύτερη ορθογραφική αρχή, οι δάνειες λέξεις και καταλήξεις που μπήκαν στην ελληνική μετά την πρώτη χριστιανική εποχή γράφονται με τον απλούστερο τρόπο. Παραδείγματα: <κάσα> (αντί <κάσσα>), από το ιταλικό cassa, <πορτρέτο> (αντί <πορτραίτο>), από το γαλλικό portrait, <τάλιρο> (αντί <τάλληρο>), από το ιταλικό tallero, <μόλος> (αντί <μώλος>), από το λατινικό mōlēs. Οι εξοικειωμένοι με παλαιότερες γραφές όπως <πορτραίτο> ίσως αναρωτηθούν για το σκεπτικό της απλογράφησης. Αν δεν εφαρμοζόταν η ορθογραφική απλοποίηση των νεότερων αυτών δανείων, θα συναντούσαμε μεγάλες δυσκολίες στην ορθογραφία και θα έπρεπε να γνωρίζουμε ορθογραφία ξένων γλωσσών για να γράψουμε λέξεις ενταγμένες πλέον στο ελληνικό λεξιλόγιο και άρα, από αυτή την άποψη, σε συγχρονικό επίπεδο, ελληνικές. Από την εφαρμογή της αρχής αυτής ο Τριανταφυλλίδης εξαίρεσε ορισμένες παλαιότερες δάνειες λέξεις είτε εβραϊκές είτε λατινικές. Παραδείγματα: <αμήν> (από το εβραϊκό āmēn), <αρραβώνας> (από το αρχαίο αρραβών, -ώνος (< εβραϊκό ērābōn)), <Καίσαρ> (από το λατινικό Caesar), <ρήγας> (από το λατινικό rex, regis) (Τριανταφυλλίδης 1965:33-35).Το εβραϊκό ērābōn δεν έχει βέβαια διπλό r. Δεν φαίνεται πώς εξηγείται η γραφή αρραβών από την εβραϊκή προέλευση της λέξης, αν είναι εβραϊκή. Σημειωτέον ότι στο Ετυμολογικό Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, τουλάχιστον στη δεύτερη ανατύπωση (του Μαρτίου 2010) της πρώτης έκδοσης (του 2009), σημειώνεται ότι το αρραβών πιθανώς προέρχεται από τον χώρο της Μέσης Ανατολής ενώ αμφισβητείται και η σημιτική προέλευση. Ωστόσο, στην τέταρτη έκδοση (του 2012) του Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (εφεξής: ΛΝΕΓ) του Γ. Μπαμπινιώτη αναφέρεται το εβραϊκό ērābōn ως πηγή. Στο ετυμολογικό γράφεται απλώς πβ. εβρ. erabon. Ο Τριανταφυλλίδης δεν ήταν υπέρμαχος ούτε της αμιγώς φωνητικής ούτε της καθαρά ιστορικής ορθογραφίας. Υποστήριζε μια απλοποιημένη ιστορική ορθογραφία. Ήταν υπέρ των απλοποιήσεων με συγκεκριμένα κριτήρια. Η μέση λύση που ακολούθησε είναι η πιο σωστή, όπως θα φανεί στη συνέχεια του κειμένου μας. (Για το σύστημα του Τριανταφυλλίδη βλέπε Τριανταφυλλίδη 1965: 3-155, 156-166, 167-238, 239-323, 325-330, 331-392 και Παπαναστασίου 2008: 148-159.)
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί είναι τόσο σημαντική η ορθογραφία και γιατί θα πρέπει να μάθει ορθογραφία, τι του χρειάζεται.
Η ιστορική ορθογραφία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Ειδικότερα, εξασφαλίζει την ιστορική συνέχεια και τη φυσιογνωμία του γραπτού μας λόγου (βλέπε Μπαμπινιώτη 2008), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική γραφή έχει παραμείνει διαχρονικά αμετάβλητη. Έστω και αν μερικοί καπηλεύονται έννοιες όπως αυτή η συνέχεια, για την οποία κάνουμε λόγο, είναι θετικό να διατηρείται μια γραφή στον χρόνο, από την άποψη ότι έτσι δεν αποξενώνεται ο σύγχρονος αναγνώστης από παλαιότερα κείμενα. Από την άλλη, η ιστορία της νεοελληνικής ορθογραφίας δείχνει ότι ακόμη και κοινότατες ή λειτουργικές λέξεις δεν αποδίδονταν με τον ίδιο τρόπο σε διαχρονικό επίπεδο.Παραδείγματα: το νεοελληνικό είναι, που γραφόταν *<είνε> (Χατζιδάκις 1905: 564-568, 1977: 62, 143), αλλά και το οριστικό άρθρο οι (γυναίκες), που γραφόταν με η και υπογεγραμμένη (Χατζιδάκις 1905: 10-11, 569-571). Και στις δύο περιπτώσεις ο Χατζιδάκις εξηγεί γιατί οι ετυμολογικές γραφές είναι οι εξής: <είναι> και <οι>. Οι ορθογραφικές αλλαγές είναι θεμιτές, αρκεί βέβαια να βασίζονται σε συγκεκριμένα κριτήρια. Πάντως, η παραδοσιακή ορθογραφία έχει μεγάλη σημασία για εμάς τους Έλληνες. Είναι ένα στοιχείο ταυτότητας, όπως το ελληνικό αλφάβητο.
Έχει όμως και πρακτική αξία: Μια μεγάλη αρετή της ιστορικής ορθογραφίας είναι ότι μας διευκολύνει να οργανώνουμε το λεξιλόγιο σε οικογένειες λέξεων. Έτσι, γράφοντας ή διαβάζοντας <φίλος> με <ι> εντάσσουμε τη λέξη στην οικεία ετυμολογική-σημασιακή οικογένεια (όπου ανήκουν τα φιλία, φιλικός, φιλαράκος, φιλόξενος, θεατρόφιλος κ.λπ.), ενώ η γραφή <φυλή> (με <υ> και ένα <λ>) παραπέμπει σε λέξεις όπως φυλετικός, φυλογενετικός, αλλόφυλος κ.λπ. και η γραφή <φύλλο> (με <υ> και <λλ>) στην οικογένεια λέξεων όπως φυλλαράκι, φύλλωμα, πλατύφυλλος, φυλλομετρώ (βλέπε και Μπαμπινιώτη 2008 και ΟΛΝΕΓ, σελίδες ι-ιγ). Χωρίς την ιστορική ορθογραφία δεν θα διακρίναμε ίσως εύκολα μεταξύ τους τα ιπποδύναμη και υποκατηγορία. Από την άλλη, υπάρχουν και λέξεις που εκ των πραγμάτων δεν θυμίζουν άλλες, της ίδιας οικογένειας. Λ.χ. η λέξη συνδαιτυμόνας, που βασίζεται στο αρχαίο δαιτυμών (= ομοτράπεζος) και ανάγεται στο αρχαίο δαιτύς (= γεύμα), δεν μπορεί να συνδεθεί με άλλες νεοελληνικές λέξεις και να ενταχθεί σε κάποια ετυμολογική-σημασιακή οικογένεια λέξεων από κάποιον μη ειδικό ή κάποιον που δεν έχει διαβάσει σχετικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε να απλοποιηθεί. Την ορθογραφία του συνδαιτυμόνας αναγκαστικά τη μαθαίνεις απέξω. Αν έχεις ετυμολογικά ενδιαφέροντα, ίσως αναζητήσεις ομόρριζα, όπως το πανδαισία. Επιπροσθέτως, τα λείπω, λοιπός και ελλιπής προέρχονται από την ίδια ρίζα, λειπ-, αλλά γράφονται με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Το λοιπ- και το λιπ- αντιπροσωπεύουν διαφορετικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η ρίζα λειπ- (μεταπτωτικές βαθμίδες λέγονται στη γλωσσολογία – βλέπε το σχόλιο για τις μεταπτώσεις στο ΛΝΕΓ, αμέσως μετά το λήμμα μετάπτωση). Δεν νομίζω ότι αυτή η ορθογραφική διάκριση διευκολύνει κάποιον που γράφει. Μάλλον δυσκολεύει, αλλά υπάρχει για λόγους ιστορικής συνέχειας. Ομοίως: <αμείβω> αλλά <αμοιβή>, <είδα> και <ειδωθήκαμε> αλλά <θα ιδωθούμε> κ.ά.Αξίζει να προστεθεί ότι οι γραφές που ρυθμίζονται από τις μεταπτωτικές βαθμίδες εξηγούνται και εμφανίζουν συστηματικότητα, αν και όχι προφανή. Πάντως, μπορεί να διδαχθεί π.χ. ότι τα ρήματα αλείφω και αμείβω γράφονται με <ει>, ενώ τα αντίστοιχα ουσιαστικά αλοιφή και αμοιβή με <οι>. Ας αναφέρονται και τέτοιες περιπτώσεις, γιατί και στις αρετές της καθιερωμένης ορθογραφίας μπορεί να προβάλει κανείς αντεπιχειρήματα. Πράγματι είναι και πρακτικά χρήσιμη η παραδοσιακή ορθογραφία, και μάλιστα αυτό μάλλον δεν έχει συνειδητοποιηθεί από πολλούς. Ωστόσο, μερικές διακρίσεις που κάνει δεν προσφέρουν τίποτα, λ.χ. η διαφορά στη γραφή μεταξύ της άτονης κατάληξης -οντας της ενεργητικής μετοχής (<κάνοντας>) και της αντίστοιχης τονισμένης -ώντας (<πετώντας>). Πάντως, είναι γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η ιστορική ορθογραφία φωτίζει τη σημασία και την ετυμολογία της λέξης, πράγμα που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τις σχετικές ορθογραφικές διακρίσεις.
Ένα επιπλέον όφελος από την ιστορική ορθογραφία είναι ότι συνδέουμε μεταξύ τους συγγενείς τύπους που αποκλίνουν ως προς την προφορά. Παράδειγμα αποτελεί η γραφή του <παιδιά> με <ι>. Σε επίπεδο προφοράς εδώ δεν υπάρχει [i] αλλά ένα ουρανικό σύμφωνο [j]. Χρησιμοποιώντας το σύμβολο <ι> δεν αποδίδουμε βέβαια την προφορά του τύπου του πληθυντικού [peδjá], αλλά το <ι> δείχνει τη συγγένεια του τύπου παιδιά με τον αντίστοιχο τύπο παιδί του ενικού αριθμού, όπου βέβαια υπάρχει ο φθόγγος [i] ([peδί]).
Η ιστορική ορθογραφία είναι πρακτικά χρήσιμη και από άλλη άποψη, επειδή συμβάλλει στη διάκριση λέξεων ή καταλήξεων που είναι ομώνυμες, δηλαδή προφέρονται το ίδιο, αλλά διαφέρουν στη σημασία. «Τα ομώνυμα ορίζονται παραδοσιακά ως διαφορετικές λέξεις με την ίδια μορφή» (Lyons 1996: 76). Έτσι ξεχωρίζουμε μεταξύ τους λ.χ. τα <λυτός> και <λιτός>, <μηλιά> και <μιλιά>, <κλήμα> και <κλίμα>, <φυλή> και <φιλί>, αλλά και τα <προτείνετε> και <προτείνεται> (Βλέπε και Vachek 1973: 19 για παραδείγματα από τα αγγλικά.) Βέβαια, από τα συμφραζόμενα ή από το όλο νόημα συχνά φαίνεται για ποιον από τους εκάστοτε δύο τύπους πρόκειται και πάντως το του κόπηκε η μιλιά δύσκολα θα ερμηνευόταν ως του κόπηκε η μηλιά… Ας προστεθεί ότι στην άρση μιας αμφισημίας μπορεί να βοηθήσει η τροποποίηση της διατύπωσης: Ένας δημοσιογράφος μπορεί να ρωτήσει έναν απεργό: «Τι έχετε να πείτε για τον κόσμο που ταλαιπωρείται;» Για να μην εκληφθεί το που ταλαιπωρείται ως που ταλαιπωρείτε, δηλαδή τον οποίο (εσείς) ταλαιπωρείτε, είναι δυνατόν να μετατραπεί σε ο οποίος ταλαιπωρείται. Και σε ειδικές περιπτώσεις όπως το σκυλί που χτύπησε το γατί η μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική θα έλυνε το πρόβλημα. Ακόμη και αν τα ομώνυμα είναι διαφορετικού γραμματικού γένους, όπως στο ζεύγος <φυλή> και <φιλί>, δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες σύγχυσης σε πραγματικά κείμενα. Άρα, στην προκειμένη περίπτωση η χρησιμότητα της ιστορικής ορθογραφίας δεν είναι τόσο μεγάλη. Άλλωστε, δεν υπάρχει τρόπος μέσω της καθιερωμένης ορθογραφίας να διακριθούν ομώνυμες και συνάμα ομόγραφες λέξεις όπως πόντος με τη σημασία του πελάγους και πόντος με τη σημασία του εκατοστόμετρου ή άλλα ομώνυμα-ομόγραφα όπως το (αυτός) πήγαινε και (εσύ) πήγαινε. Επομένως, αμφισημίες εξακολουθούν να υπάρχουν. Οι αμφισημίες περιορίζονται, αλλά δεν εξαλείφονται. Γι’ αυτό συμβαίνει στον προφορικό λόγο να κάνουμε μεταγλωσσικά σχόλια –που δεν είναι πάντοτε απολύτως απαραίτητα– για τη γραφή λέξεων, με σκοπό να άρουμε, στιγμιαίες έστω, αμφισημίες. Παραδείγματα φράσεων που ακούμε: «η πολιτική με ήτα», «οι πολιτικοί με όμικρον γιώτα».
Επίσης, η εντύπωση μερικών ότι η καθιέρωση της φωνητικής ορθογραφίας θα απλοποιούσε τα πράγματα δεν είναι βάσιμη. Η φωνητική ορθογραφία δεν είναι πιο απλή ούτε πιο εύκολη από την ιστορική. Για παράδειγμα, εκεί που χρησιμοποιούμε ένα κοινό σύμβολο, το <κ>, για τις λέξεις <κερί> και <κόβω>, στο πλαίσιο της φωνητικής ορθογραφίας θα χρησιμοποιούσαμε δύο διαφορετικά σύμβολα για τους φθόγγους που αντιστοιχούν στο <κ> του <κερί> και στο <κ> του <κόβω>, γιατί πρόκειται για διαφορετικούς φθόγγους. Δείτε ένα ακόμη παράδειγμα: Το μόριο ας ακούγεται [as] όταν ακολουθεί άηχο, όπως στο ας πει, και [az] όταν έπεται ηχηρό, όπως στο ας μπει. Άρα, ακολουθώντας τη φωνητική γραφή θα αποδίδαμε το ας με δύο διαφορετικούς φθόγγους. Και τι θα γινόταν με περιπτώσεις όπως τον πάω, που ακούγεται [to(m)báo]; Εφαρμόζοντας φωνητική γραφή, θα το σημειώναμε με τρόπο ώστε να μην είναι καν αναγνωρίσιμο το ρήμα πάω. Βέβαια, όσοι τάσσονται υπέρ της φωνητικής ορθογραφίας, αν έχουν συνειδητοποιήσει αυτές τις δυσκολίες, μάλλον δεν υποστηρίζουν μια απόλυτα φωνητική ορθογραφία, αλλά ίσως μια εκδοχή της ιστορικής ορθογραφίας πιο απλοποιημένη από τη σημερινή, όπως τη δήλωση του [i] μόνο με <ι> ή την κατάργηση των διπλών συμφώνων. Επιπλέον, όσοι δηλώνουν υπέρμαχοι γενικά της φωνητικής ορθογραφίας καλό θα ήταν να σκεφτούν όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την αγγλική. Αν καθιερωνόταν η φωνητική ορθογραφία, ποια προφορά της αγγλικής θα απεικόνιζε, τα βρετανικά αγγλικά, τα σκοτσέζικα, τα αμερικανικά ή τα αυστραλιανά αγγλικά; Στην προκειμένη περίπτωση, οι πρακτικές δυσκολίες στην επικοινωνία μέσω του γραπτού λόγου που θα προέκυπταν από τη χρήση της φωνητικής ορθογραφίας θα ήταν ανυπέρβλητες και για τους αγγλόφωνους και για τους μη αγγλόφωνους, ενώ η ιστορική ορθογραφία μπορεί να λειτουργήσει συνεκτικά μεταξύ των διαφόρων διαλέκτων της αγγλικής.
(Για την αρνητική άποψη σχετικά με τη χρησιμότητα της περίπλοκης ορθογραφίας βλέπε Πετρούνια 1984: 260, ενώ για τη θετική βλέπε Πετρούνια 1984: 260-262.)
Επιπροσθέτως, στην προσπάθειά μας να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί να μάθει κανείς ορθογραφία, καλό είναι να αναφερθούμε και σε μια άλλη πλευρά του θέματος: Όπως είναι γνωστό, καλώς ή κακώς, στη νεοελληνική και σε άλλες κοινωνίες η ορθογραφία θεωρείται βασικό κριτήριο για την παιδεία και την καλή χρήση της γλώσσας (βλέπε Πετρούνια 1984: 260, Χάρη 2003: 280 και ΟΛΝΕΓ, σελίδα ια). Ανορθογραφίες όπως *<πολίτε> (αντί <πωλείται>), *<σιζιτίσιμι> (αντί <συζητήσιμη>, για τιμή)Η εφημερίδα Athens Voice στις 14/5/2014 στη στήλη «Athens Voices. Η Αθήνα μιλάει κι εμείς ακούμε» δημοσίευσε φωτογραφία πωλητηρίου που έγραφε: «Πωλείται. Τιμή: 3.000 € ΣΙΖΙΤΙΣΙΜΙ». κ.ά. που έχουμε δει σε πινακίδες ή γενικά σε ανακοινώσεις προκαλούν ειρωνικά ή και χλευαστικά σχόλια. Νομίζω ότι ο καθένας μας έχει να διηγηθεί μια εμπειρία σχετική με την ορθογραφία, δυσάρεστη, ευχάριστη ή και ευτράπελη.Στην πενθήμερη εκδρομή μας στη Ρόδο το 1992, βρήκαμε ένα μαγαζί με ρούχα όπου τύπωναν γράμματα και αριθμούς σε φανέλες, όπως Ρόδος 1992, μαζί με άλλα στοιχεία, ως ενθύμιο της εκδρομής. Θυμάμαι ότι η δική μου φανέλα έγραφε μεταξύ άλλων το όνομα του σχολείου. Είχαν κάνει όμως λάθος και είχαν γράψει ως όνομα του σχολείου *<Ιωνείδιος> αντί <Ιωνίδειος>. Τους το είπα και μου πρότειναν να αγοράσω τη φανέλα σε χαμηλότερη τιμή. Τους εξήγησα ότι δεν γινόταν ένας τριτοδεσμίτης να κυκλοφορεί με φανέλα πάνω στην οποία είναι τυπωμένο το όνομα του σχολείου γραμμένο με λάθος τρόπο και τελικά δέχτηκαν να ετοιμάσουν άλλη. Όλη αυτή η συζήτηση, σημειωτέον, έγινε σε εύθυμο κλίμα. Γιατί όμως δεν ήθελα να φοράω μια τέτοια φανέλα; Αυτή η ιστορία μπορεί να μας οδηγήσει σε συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία της ορθογραφίας ως κριτηρίου μόρφωσης. Υπήρξαν βέβαια και σεβαστές πνευματικές προσωπικότητες στον τόπο μας που δεν χαρακτηρίζονταν από γνώση ορθογραφικών κανόνων, όπως ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Πρόκειται όμως όχι μόνο για εξαιρετικές, αλλά και για μεμονωμένες περιπτώσεις, που δεν οδηγούν γενικά σε υποτίμηση της ορθογραφίας.
Ένας από τους κορυφαίους γλωσσολόγους σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Βρετανός David Crystal (2010: 83), γράφει σχετικά:
«Γιατί […] πρέπει να γράφουμε σωστά; Επειδή, τα τελευταία τριακόσια χρόνια περίπου, η ορθογραφία έχει καταλήξει να αποτελεί μέρος του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος μάς κρίνει. Αν δεν είμαστε ορθογράφοι, δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε αδαείς ή αδιάφοροι ή τεμπέληδες. Η ορθογραφία μπορεί όντως να έχει μεγάλη σημασία. Αν δύο άτομα ζητούν δουλειά και ο ένας συμπληρώνει την αίτηση ορθογραφημένα κι ο άλλος όχι, ποιος λέτε ότι θα πάρει τη δουλειά;».
Και πάλι ο Crystal (2010: 323) σημειώνει:
«Αν στείλουμε ένα βιογραφικό και δεν ελέγξουμε την ορθογραφία μας, πιθανώς δεν θα πάρουμε τη δουλειά».
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναρωτηθεί γιατί να είναι έτσι τα πράγματα. Αν μάλιστα η θέση εργασίας δεν έχει σχέση με τη γλώσσα ή τη φιλολογία, δεν αποκλείεται ένα βιογραφικό με ορθογραφικά λάθη να μη σημαίνει τίποτε το αρνητικό γι’ αυτόν που το συνέταξε. Μια μέρα, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μου έστειλε το βιογραφικό του σημείωμα για διόρθωση ένας κλειθροποιός, δηλαδή ένας κλειδαράς. Μπορεί κάποιος να είναι άψογος σε αυτή τη δουλειά ακόμη και αν κάνει ορθογραφικά λάθη. Και γενικά, σίγουρα υπάρχουν ορθογράφοι που δεν κάνουν τόσο καλά τη δουλειά τους όσο μερικοί ανορθόγραφοι.
Από την άλλη, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι τα ορθογραφικά λάθη σε ένα βιογραφικό δηλώνουν κάτι αρνητικό, ίσως αδιαφορία. Σήμερα μάλιστα που έχουμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές στη διάθεσή μας, ακόμη και ένας ανορθόγραφος μπορεί να διορθώσει τα λάθη του κάνοντας ορθογραφικό έλεγχο σε ηλεκτρονική μορφή. Και πάλι βέβαια, όλα είναι σχετικά. Τα όποια αρνητικά συμπεράσματα γι’ αυτόν που έκανε ορθογραφικά λάθη στο βιογραφικό του μπορεί να μην έχουν σχέση με τη δουλειά του. Η ορθογραφία σε μεγάλο βαθμό είναι και θέμα εντυπώσεων.
Ωστόσο, και αυτό είναι μια πραγματικότητα, που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε.
Συμπερασματικά, όταν λες ότι αδιαφορείς για την ορθογραφία, η στάση σου δεν είναι ρεαλιστική, δεν λαμβάνεις υπόψη την πραγματικότητα.
Από την άλλη, αυτή η μεγάλη αξία που αποδίδεται στην ιστορική ορθογραφία της ελληνικής οδήγησε από παλιά σε παρανοήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα από την ιστορία της νεοελληνικής ορθογραφίας: Ο Μ. Τριανταφυλλίδης στα αναγνωστικά του 1917 είχε γράψει αρχικά <αφτί> και <αβγό>, αλλά στη συνέχεια απέσυρε τις γραφές αυτές, μολονότι είναι ετυμολογικά σωστές, εξαιτίας αντιδράσεων. Ο ίδιος γράφει ότι, πιο πολύ από όσο στην εποχή του, το ορθογραφικό ζήτημα των λέξεων αυτών είχε συγκινήσει την κοινή γνώμη το 1917, όταν πρωτοκυκλοφόρησαν τα νέα αναγνωστικά της δημοτικής, στα οποία οι δύο επίμαχες λέξεις ήταν γραμμένες με <φ> και <β>. Και συμπληρώνει ο Τριανταφυλλίδης (1965: 325):
«Σας σταματούσαν τότε κάθε τόσο γνώριμοί σας στο δρόμο, που δεν μπορούσαν να χωνέψουν τη σχολική καθιέρωση της δημοτικής και που γύρευαν αφορμή να ξεσπάσουν, αναφέροντας πραγματικά ή φανταστικά παραδείγματα από τ’ αναγνωστικά, και ρωτούσαν μαζί με άλλα – και από τα πρώτα: “Γιατί να γράφουμε το αυτί με <φ>;”, “Γιατί το αυγό με <β>;”».
(Παρεμπιπτόντως, η αναφορά του Τριανταφυλλίδη σε «πραγματικά ή φανταστικά παραδείγματα από τ’ αναγνωστικά» θυμίζει έντονα τις επιθέσεις εναντίον της σχολικής γραμματικής Φιλιππάκη (Φιλιππάκη-Warburton κ.ά. 2010), με δεδομένο ότι οι επικριτές του βιβλίου προσπαθούσαν να στηρίξουν τις κατηγορίες τους είτε σε υπαρκτά στοιχεία, που όμως τα παρερμήνευαν, είτε σε φανταστικά στοιχεία, που δεν είχαν σχέση με τη γραμματική.)
Στα ερωτήματα αυτά οι γλωσσολόγοι απαντούν ότι τα γράμματα <φ> και <β> στις λέξεις αφτί και αβγό αντίστοιχα αντιπροσωπεύουν φθόγγους που προέκυψαν από φωνητικές εξελίξεις (τα ωτία > ταουτία > ταφτία > τ’ αφτί και τα ωά > ταουά > ταγουά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγό), επομένως οι γραφές με <αυ> (<αυτί> και <αυγό>) είναι αδικαιολόγητες ετυμολογικά. Μερικοί αμφιβάλλουν για τις ετυμολογίες που έχουν προταθεί, ίσως γιατί δεν συνειδητοποιούν ότι οι μεταβολές αυτές συντελούνται σε βάθος χρόνου. Ακόμη και αν θεωρήσουμε –για τις ανάγκες της συζήτησης– ότι η ετυμολογία του αφτί και του αβγό είναι αβέβαιη, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να καθιστά ετυμολογικά βάσιμες τις γραφές <αυτί> και <αυγό>. Ας υποθέσουμε ότι δεν γνωρίζαμε καν την ετυμολογία της μιας και της άλλης λέξης. Τότε θα γράφαμε είτε <αφτί> και <αβγό> λόγω άγνωστου ή αβέβαιου ετύμου είτε <αυτί> και <αυγό> με κριτήριο τη συχνότητα, τη συνηθέστερη χρήση, και όχι φυσικά την ετυμολογία.
Υπάρχει αρκετός κόσμος, τουλάχιστον στην Ελλάδα, που δεν έχει την απαιτούμενη ενημέρωση σε γλωσσικά θέματα και επιπλέον βλέπει την ορθογραφία ιδεολογικά. Δεν είναι λίγοι λ.χ. όσοι έχουν την εντύπωση ότι διάφορες γραφές υιοθετημένες με βάση τα διδάγματα της γλωσσολογίας, όπως <καλύτερος>, <αφτί>, <αβγό>, ή απλοποιημένες με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως <τρένο> κ.ά., είτε είναι εσφαλμένες είτε δηλώνουν άκριτη ορθογραφική απλοποίηση, γλωσσική έκπτωση, βαθμιαία καταστροφή της ελληνικής, γλωσσικό αφελληνισμό κ.ά., ανάλογα με την περίπτωση. Εδώ θα άξιζε κανείς να αναρωτηθεί γιατί η ορθογραφική απλοποίηση θεωρείται σύμπτωμα γλωσσικής παρακμής. Βέβαια, είναι γεγονός ότι μερικοί βλέπουν ορθογραφικές απλοποιήσεις και εκεί που δεν υπάρχουν, όπως στις γραφές <αφτί> και <αβγό>, όπου το <φ> και το <β> δεν είναι ακριβώς απλοποιημένα έναντι του δήθεν σωστού <υ>, αλλά αποτελούν τον απλούστερο δυνατό τρόπο με τον οποίο μπορούν να δηλωθούν οι αντίστοιχοι φθόγγοι-προϊόντα φωνητικών εξελίξεων. Τα προαναφερθέντα πάντως δείχνουν την ιδεολογική αντιμετώπιση της ορθογραφίας. (Για τα <καλύτερος>, <αφτί>, <αβγό> κ.ά. βλέπε Μπαμπινιώτη 1997β και 1997γ. Για το <τρένο> και άλλες γραφές ξένων λέξεων βλέπε Μπαμπινιώτη 1997α, ενώ για τη γραφή ξένων κυρίων ονομάτων βλέπε Μπαμπινιώτη 1997δ.)
Ο Παπαναστασίου (2008: 17) επισημαίνει ότι «η ορθογραφία είναι ένα πεδίο γεμάτο ιδεολογικές φορτίσεις» και γράφει ειδικά για τις γραφές <αβγό>, <αφτί> και <τρένο> τα εξής:
«Στα “αβγά” με <β>, στα “αφτιά” με <φ> και στα “τρένα” με <ε> έχουν συμπυκνωθεί οι βασικοί μύθοι που στοιχειώνουν τη νεοελληνική ορθογραφία, κουβαλώντας μέσα τους όλο το βάρος της παρανόησης της σχέσης ανάμεσα στη γλώσσα και στη γραφή. Σπάνια, νομίζω, γραφές έχουν λάβει τόσο συμβολικό περιεχόμενο όσο αυτές οι τρεις – και αυτό όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα».Ιδού και ένα ευτράπελο σχετικά με τις γραφές <αβγό> και <αυγό>: Αντιγράφω μια υποσημείωση από κείμενο του Τριανταφυλλίδη (1965: 327):
«“Εστία” 11 Δεκ. 1918: “Το αυγό” – Πυκνός όμιλος περιέργων είχε σχηματισθή χθες το απόγευμα γύρω από κάποιο σημείον του πεζοδρομίου της οδού Βουκουρεστίου… Έξαφνα, μέσα εις την θερμήν αυτήν ατμοσφαίραν της συμπαθείας, δύο σχολαστικοί έστησαν κρύον και τρομερόν καυγάν:
— Πώς το γράφετε εσείς το “αυγό”; Με βήτα ή με δίφθογγον;
— Με βήτα, βεβαίως. “Αβγό”! Μήπως το “αβγό” παράγεται από το “αυγή”, για να γράφεται “αυγό”;
— Είσθε μαλλιαρός, κύριε.
— Είμαι λογικός άνθρωπος… Είναι βαγαποντιές… Αν θέλετε να αττικίσετε και αν σας βαστάη, να γράφετε “ωόν”…
»Και εσήκωσαν κατ’ αλλήλων τις μαγκούρες…».
Το ζητούμενο όμως είναι να γίνει ευρύτερα γνωστό το θεωρητικό υπόβαθρο τέτοιων γραφών. Η γραφή <καλύτερος>, ας πούμε, δικαιολογείται γιατί ο τύπος έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τα παχύτερος, πλατύτερος κ.ά., ενώ για τα αφτί και αβγό έγινε ήδη λόγος. Όσο για το τρένο (< ιταλικό treno < γαλλικό train), απλογραφείται δικαιολογημένα ως νεότερο δάνειο, γιατί η γνώση ξένων γλωσσών δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή γραφή λέξεων που ανήκουν πλέον στο λεξιλόγιο της δικής μας γλώσσας. Άλλωστε, πρόκειται για άμεσο δάνειο από τα ιταλικά, όπου ο τύπος δεν έχει καν <ai>, και δεν υπάρχει λόγος να αποδοθεί (με <αι>) το <ai> του απώτερου γαλλικού τύπου. Στον ισχυρισμό, που έχω ακούσει να προβάλλεται, ότι η γραφή <τραίνο> διευκολύνει όσους μαθαίνουν γαλλικά μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι δυσκολεύει όσους μαθαίνουν ιταλικά! Φυσικά, το κριτήριό μας στην απόδοση ξένων λέξεων δεν μπορεί να είναι καν αυτό, το τι μας διευκολύνει ή τι μας δυσκολεύει στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Όσοι αντιδρούν στη γραφή <τρένο> είναι συνήθως μεγαλύτεροι σε ηλικία και εξοικειωμένοι με την παλαιότερη γραφή <τραίνο>. Η αντίδραση αυτή οφείλεται κυρίως στη δύναμη της ορθογραφικής συνήθειας.
Επίσης, ο Καμαρούδης (1985: 343-344) διατυπώνει επιφυλάξεις για την απόδοση σε ελληνικά δάνεια του φθόγγου [e] με <ε> αντί με <αι>, όταν οι αντίστοιχες ξένες λέξεις γράφονται με <ai>, όπως το αγγλικό airbus (ελληνικό έρμπας & ερμπάς) και το αγγλικό portrait (ελληνικό πορτρέτο). Για τη γραφή <αιρμπάς> γράφει ότι «φαίνεται απίθανο […] να γίνει *ερμπάς, καθώς υπάρχει η υποστήριξη από τις τεράστιες ξενόγλωσσες επιγραφές και ίσως και του άλφα από τα αέρας, αεροπλάνο», ενώ για τη γραφή <πορτραίτο> ότι ο μαθητής που διδάσκεται ξένες γλώσσες «είναι αναμενόμενο να γράψει σωστά και να αφομοιώσει καλύτερα τύπους της ξένης γλώσσας που θα έχουν την ίδια ή παρόμοια ορθογραφία και στη δική του γλώσσα, π.χ. αγγλ. portrait-ελλ. πορτραίτο». Ως προς το πρώτο σημείο, η πρόβλεψη μάλλον αποδεικνύεται σωστή. Ως προς το δεύτερο σημείο, δηλαδή τη γραφή <πορτραίτο>, μολονότι η επισήμανση του Καμαρούδη είναι καίρια, εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η κατάκτηση από τον μαθητή της ορθογραφίας πρωτίστως της μητρικής του γλώσσας και δευτερευόντως κάποιας ξένης.
Η παρανόηση της σχέσης ανάμεσα στη γλώσσα και στη γραφή, για την οποία έκανε λόγο ο Παπαναστασίου στο παράθεμα που προαναφέρθηκε, δεν είναι μόνο παλαιότερο φαινόμενο. Εκδήλωση του ίδιου φαινομένου αποτελεί η επίθεση εναντίον των συγγραφέων της νέας σχολικής γραμματικής για την πέμπτη και έκτη δημοτικού (Φιλιππάκη-Warburton κ.ά. 2010). Με αφορμή την παρουσίαση φωνολογικών/φωνητικών χαρακτηριστικών της νεοελληνικής γλώσσας, οι συντάκτες του εν λόγω σχολικού εγχειριδίου κατηγορήθηκαν ότι κατήργησαν γράμματα και ότι προώθησαν τη φωνητική γραφή. Πρόκειται ασφαλώς για αβάσιμες κατηγορίες. Οι επικριτές της νέας γραμματικής δεν ήταν καν σε θέση να ξεχωρίσουν τη γραφή από την προφορά. Η υπόθεση αυτή αποκάλυψε ότι δυστυχώς σε θέματα μελέτης της γλώσσας πολύς κόσμος στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει στοιχειώδεις γνώσεις. Εννοώ ότι δεν έχει κατανοήσει πώς λειτουργεί η γλώσσα.
Φερειπείν, κάποιος έγραψε στο διαδίκτυο για τη συγκεκριμένη γραμματική:
«Πού είναι τα φωνήεντα <η>, <υ> και <ω>; Πού είναι τα σύμφωνα <ξ> και <ψ>; Γιατί τα [γκ], [ντ], [μπ] αναφέρονται ως σύμφωνα;».
Οι απαντήσεις είναι πολύ απλές: Τα <η>, <υ> και <ω>, αλλά και τα <ξ> και <ψ> δηλώνονται κανονικά στην εν λόγω γραμματική. Μόνο που δηλώνονται στο κεφάλαιο για τα γράμματα, όχι στο κεφάλαιο για τους φθόγγους. Τα [α], [ε], [ι], [ο], [ου] είναι οι φωνηεντικοί φθόγγοι της νεοελληνικής. Τα <ξ> και <ψ> αποτελούν γράμματα που δηλώνουν δύο φθόγγους το καθένα, επομένως δεν θα τα αναζητήσουμε στο κεφάλαιο για τους φθόγγους. Τα [γκ], [ντ], [μπ] αναφέρονται ως σύμφωνα γιατί πράγματι είναι σύμφωνα, δηλαδή συμφωνικοί φθόγγοι.
Όσοι αποδίδουν στην ορθογραφία σημασία μεγαλύτερη από την πραγματική ή, ακόμα χειρότερα, όσοι έχουν αναπτύξει μια προσκυνηματική σχέση με την ορθογραφία μάλλον δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα αλλάζουν και στην ορθογραφία με το πέρασμα του χρόνου. Ας δούμε δύο σχετικούς μύθους: Πρόκειται για το αναλλοίωτο της ελληνικής γραφής από την αρχαιότητα ως σήμερα και το απαραβίαστο της ιστορικής ορθογραφίας στους νεότερους χρόνους. Για τον πρώτο μύθο ας αναφέρω ενδεικτικά ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν κεφαλαιογράμματη γραφή χωρίς τονικά σημάδια και ότι π.χ. στο αρχαίο αττικό αλφάβητο, που χρησιμοποιήθηκε έως το 403 π.Χ., δεν απαντά το <Ω> – λ.χ. γραφόταν <ΠΑΝΤΟΝ> αντί <ΠΑΝΤΩΝ>. Ως προς τον δεύτερο μύθο, χαρακτηριστικό είναι ένα παράδειγμα: Η ετυμολογική ορθογραφία του τις (γυναίκες) είναι με <οι> (<τοις>), γιατί αυτός ο τύπος της αιτιατικής έχει σχηματιστεί αναλογικά προς αυτόν της ονομαστικής οι (γυναίκες). Ωστόσο, η γραφή <τις> έχει επικρατήσει με βάση το κριτήριο της χρήσης. Η ιστορία της νεοελληνικής ορθογραφίας αποκαλύπτει βέβαια ότι μπορεί να αλλάξει γενικά η ορθογραφία – όχι μόνο η ιστορική ή ετυμολογική ορθογραφία. Αξίζει να σημειωθεί ότι παλαιότεροι γλωσσολόγοι της ιστορικοσυγκριτικής, όπως λέγεται, γλωσσολογίας και άλλοι ειδικοί με τις έρευνές τους συνέβαλαν στο να αναθεωρηθούν προγενέστερες γραφές (βλέπε Μπαμπινιώτη 1997β). Για παράδειγμα, από έρευνα προέκυψε αυτό που είδαμε παραπάνω, ότι το καλύτερος πρέπει να γράφεται με <υ> και ένα <λ> (όχι με <ι> και <λλ>). Δεν προέρχεται από το καλλίων ή άλλον αρχαίο τύπο, αλλά έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τα συγκριτικά σε -ύτερος των επιθέτων σε -ύς (ευρύς-ευρύτερος, βαρύς-βαρύτερος κ.λπ.), και τώρα γράφεται σωστά με <υ> και ένα <λ>. (Για τον μύθο που αφορά το απαραβίαστο της ιστορικής ορθογραφίας βλέπε Καραντζόλα 2001.)Και μάλιστα, αυτή η ετυμολογική γραφή διευκολύνει τον χρήστη της νεοελληνικής, αφού του επιτρέπει να εντάξει και σε επίπεδο γραφής το καλύτερος στην ομάδα των συγκριτικών σε -ύτερος.
Επίσης, η ετυμολόγηση του συγκεκριμένου τύπου, που είναι μεσαιωνικός, όπως και κάθε άλλου τύπου που γραφόταν με εσφαλμένο τρόπο άλλοτε ως δήθεν απευθείας προερχόμενος από την αρχαία, είναι διδακτική για εμάς σήμερα: Μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να κάνουμε άλματα στον χρόνο, ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τα ενδιάμεσα στάδια της ελληνικής, όχι μόνο την αρχαία. Βλέπε και την παρόμοια περίπτωση του επιρρήματος αλλιώς, που προέρχεται από το μεσαιωνικό αλλέως με συνίζηση (Ψάλτης 1923, βλέπε και Τσολάκη 2006: 33-35). Τέτοια χρονικά άλματα έκαναν οι υποστηρικτές της λεγόμενης αιολοδωρικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η νέα ελληνική προήλθε απευθείας από δύο αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, την αιολική και τη δωρική (βλέπε Καλιτζοπούλου-Παπαγεωργίου 1991, Μπαμπινιώτη 1997γ, Mackridge 2009: 264-266, Gazi 2009: 279-280).
Η σωστή ετυμολόγηση του καλύτερος ρυθμίζει φυσικά και τη γραφή του (<καλύτερος> και όχι *<καλλίτερος>). Άρα, το ότι δεν κάνουμε άλματα στον χρόνο ισχύει και ως προς την ορθογραφία.
Άλλωστε, σχετικά με το δήθεν απαραβίαστο της ιστορικής ορθογραφίας, δεν θα μπορούσαμε να γράφουμε όλες τις λέξεις σύμφωνα με την ετυμολογία τους. Ποια θα ήταν η ετυμολογική γραφή λέξεων με αβέβαιη ετυμολογική προέλευση; Μια τέτοια είναι η λέξη κουκουνάρι, που λόγω προβλημάτων στην ετυμολόγησή της είναι προτιμότερο να απλογραφείται, να γράφεται δηλαδή με ένα <κ> (αντί <κουκκουνάρι>) (βλέπε Παπαναστασίου 2008: 193, 195 και 199). Εξάλλου, αν βασιστούμε απαρέγκλιτα στο ετυμολογικό κριτήριο, θα έπρεπε να γράψουμε <’υρίσκω> αντί <βρίσκω>, από το αρχαίο ευρίσκω, και <’υρήκα> αντί <βρήκα>, από το αρχαίο εύρηκα (βλέπε και Χάρη 2008: 209, ο οποίος μεταφέρει σχετικό σχόλιο του Β. Δ. Φόρη για τη γραφή <’υρίσκω>).«Και πώς θα ισχυριζόμασταν, όλοι μας, ότι “ετυμολογούμε” γράφοντας τη λέξη βρίσκω, αφού έπρεπε να γράφουμε ’υρίσκω, όπως έγραφαν παλαιότεροι λόγιοι και επιστήμονες του κύρους ενός Γεωργίου Χατζιδάκι, μόνο και μόνο για να διασώσουν –με τα δόντια, θα έλεγα– το ε τού ευρίσκω;» (http://yannisharis.blogspot.gr/2008/04/blog-post_12.html) Το <β> εδώ συνιστά απόκλιση από την απόλυτη εφαρμογή της αρχής σύμφωνα με την οποία τη γραφή μιας λέξης ρυθμίζει η ετυμολογία της. Είναι προφανές όμως ότι δεν μπορούν να υιοθετηθούν τέτοιες «αντιαισθητικές» γραφές. Η απόκλιση από την ετυμολογική αρχή εδώ είναι αναγκαία και δείχνει ευελιξία. Άλλη περίπτωση γραφών που παραβιάζουν την «αισθητική» αρχή –και γι’ αυτό είναι καλύτερο να αποφευχθούν– αποτελούν οι γραφές <γγάστρωμα> και <γγαστρώνω>, από το μεσαιωνικό εγγαστρώνω, που βασίζεται ετυμολογικά στην αρχαία λέξη γαστήρ (= κοιλιά). Είναι προτιμότερο να μη γράφεται μια λέξη της ελληνικής με δύο όμοια γράμματα στην αρχή. Το ΛΝΕΓ στα προλεγόμενά του (σελίδα 35) αναφέρει τον κανόνα της ελληνικής ότι «μία λέξη δεν αρχίζει και δεν τελειώνει ποτέ με δύο όμοια σύμφωνα».
Οι ορθογραφικές απλοποιήσεις που ισχύουν σήμερα αποτελούν συνέχεια παλαιότερων προσπαθειών. Αρχικά, ο ίδιος ο Μ. Τριανταφυλλίδης προσπάθησε επιτυχώς να αντιμετωπίσει την ορθογραφική αναρχία που υπήρχε στην εποχή του (για τη συμβολή του βλέπε Παπαναστασίου 2008: 148-159), και μάλιστα «ο τρόπος που ρυθμίστηκε τελικά η νεοελληνική ορθογραφία οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη» (Παπαναστασίου 2008: 148). Αργότερα, στο πλαίσιο της γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976, έγινε σχολική γραμματική η Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Μ. Τριανταφυλλίδη (Τριανταφυλλίδης 1988) και εφαρμόστηκαν νέες ορθογραφικές απλουστεύσεις, όπως η ορθογραφική εξομοίωση των καταλήξεων της οριστικής και της υποτακτικής (καθιέρωση ενιαίας γραφής με -ει(ς) και -ομαι στους ενεργητικούς και μεσοπαθητικούς τύπους, λ.χ. <να λύσει(ς)>, <να λύνομαι>, <να φαίνομαι> αντί <να λύση(ς)>, <να λύνωμαι>, <να φαίνωμαι>, και αναλογική επέκταση της γραφής με -εί(ς) στους μεσοπαθητικούς τύπους, λ.χ. <να λυθεί(ς)>, <να φανεί(ς) αντί <να λυθή(ς)>, <να φανή(ς)), αλλά και ορθογραφική ενοποίηση των παραθετικών των επιθέτων και επιρρημάτων, λ.χ. <σοφότερος> αντί <σοφώτερος>, αλλά <ανώτερος>, <κατώτερος> ως προερχόμενα από τοπικά επιρρήματα σε -ω, τα άνω και κάτω. (Για τη νεοελληνική ορθογραφία από τη μεταπολίτευση και μετά βλέπε Παπαναστασίου 2008: 159-166, ενώ για τις πρώτες απλουστεύσεις στην ορθογραφία από το 1976 και μετά και τον σχετικό δημόσιο διάλογο βλέπε Κακριδή 2008: 369-370.) Οι ορθογραφικές απλοποιήσεις συνεχίστηκαν με την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος γραφής και την καθιέρωση του μονοτονικού το 1982. (Για το τονικό ζήτημα από τη μεταπολίτευση και μετά βλέπε Παπαναστασίου 2008: 176-177, ενώ για το μονοτονικό και τον σχετικό δημόσιο διάλογο βλέπε Κακριδή 2008: 373.) Το καθιερωμένο ορθογραφικό σύστημα ακολουθήθηκε και από συντάκτες μεταγενέστερων γραμματικών, όπως η Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού, της Φιλιππάκη και των συνεργατών της (Φιλιππάκη-Warburton κ.ά. 2010). Οι απλουστεύσεις που προαναφέρθηκαν δεν αποφασίστηκαν χωρίς λόγο. Είτε έχουν γλωσσολογικά ερείσματα είτε καθιερώθηκαν για παιδαγωγικούς λόγους. Για παράδειγμα, η καθιέρωση ενιαίας γραφής των παραθετικών όπως <σοφότερος> υποδηλώνει ότι η νέα ελληνική αποτελεί αυτοτελές σύστημα και ότι για τη γραφή των παραθετικών δεν μπορεί να παίζει ρόλο αν προηγείται «μακρό» ή «βραχύ». Στη νέα ελληνική δεν υπάρχει διάκριση μακρών και βραχέων. Η αποδοχή μεταξύ άλλων αυτής της ορθογραφικής απλοποίησης ουσιαστικά σημαίνει και αποδοχή της πραγματικότητας ότι η νέα ελληνική διακρίνεται από την αρχαία.Ομοίως, ο Μοσχονάς (2013: 126) δηλώνει εύστοχα: «Άρνηση του μονοτονικού σημαίνει κατ’ ουσίαν άρνηση χωρισμού της γλώσσας σε νέα και αρχαία». Και καλό είναι να μην παρερμηνευθεί αυτό που μόλις προαναφέρθηκε, όπως δυστυχώς παρερμηνεύονται διάφορα που λέγονται ή γράφονται στον δημόσιο διάλογο για θέματα γλώσσας στη χώρα μας. Δεν υποστηρίζει κανείς ότι η νέα ελληνική «δεν έχει σχέση με την αρχαία» ή οτιδήποτε άλλο δεν βασίζεται στα προαναφερθέντα.Για τη σχέση μεταξύ της αρχαίας και της νεότερης ελληνικής γλώσσας βλέπε και Χριστίδη (2001). Δεν συμφωνώ σε όλα με το άρθρο, αλλά οι αντιρρήσεις μου δεν είναι του παρόντος. Πράγματι, η δημοτική ή η νεοελληνική ως γλωσσικό σύστημα έχει αυτονομία. Ας κρατήσουμε αυτό προς το παρόν, για να μη βγω εκτός θέματος.
Με ρυθμίσεις και αλλαγές που έγιναν στην ορθογραφία της νέας ελληνικής ασχολείται και ο Γ. Μπαμπινιώτης στην εισαγωγή του ΟΛΝΕΓ (σελίδες ιγ-ιθ).
Την ορθογραφία της νέας ελληνικής ρυθμίζουν τρεις αρχές, η ιστορική αρχή, η αρχή της απλούστερης γραφής και η αρχή της αναλογικής γραφής, που σε γενικές γραμμές βασίζονται στο ορθογραφικό σύστημα Τριανταφυλλίδη. Οι ορθογραφικές αυτές αρχές αναλύονται διεξοδικά στον Παπαναστασίου (2008: 183-220).
Πρώτον, η ιστορική αρχή σημαίνει την εφαρμογή της ιστορικής ορθογραφίας σε αρχαίες ή ελληνιστικές λέξεις. Σύμφωνα με την ιστορική αρχή, μια λέξη της νέας ελληνικής γράφεται με τρόπο που να αποδίδει την αρχαιοελληνική ορθογραφία, όπως αυτή παγιώθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους. Οι ελληνιστικοί χρόνοι σηματοδοτούν το χρονικό όριο εφαρμογής της συγκεκριμένης αρχής για δύο λόγους, γιατί η νεοελληνική βασίζεται στην ελληνιστική κοινή και γιατί η ελληνική ορθογραφία διαμορφώθηκε από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους και γραμματικούς. Αναλυτικά, η ιστορική αρχή εφαρμόζεται:
(α) σε λέξεις προερχόμενες από την αρχαία ή την ελληνιστική ελληνική (λ.χ. τα ανοίγω και αίμα, που προέρχονται αντίστοιχα από τα αρχαία ανοίγω και αίμα),
(β) σε νεότερες λέξεις σχηματισμένες με αρχαία ελληνικά ή ελληνιστικά στοιχεία (λ.χ. τα παιδάκι και παιδούλα, που σχηματίστηκαν από το θέμα παιδ- και τις καταλήξεις -άκι και -ούλα αντίστοιχα),
(γ) σε λόγια δάνεια από την αρχαία ή την ελληνιστική ελληνική (λ.χ. οίκος, από το αρχαίο οίκος, και γεννήτρια, από το αρχαίο γεννήτρια, που σήμαινε «μητέρα», σημασιολογικό δάνειο από το γαλλικό génératrice),
(δ) αλλά και σε λόγια δάνεια από ξένες γλώσσες τα οποία ανάγονται σε στοιχεία της αρχαίας ελληνικής (λ.χ. γλυκερίνη, που προέρχεται από το γαλλικό glycérine και ανάγεται στο αρχαίο γλυκερ(ός), και κλωνοποίηση, προερχόμενο από το αγγλικό cloning και αναγόμενο στο ελληνιστικό κλώνος).
(Για τις ετυμολογίες των παραπάνω λέξεων βλέπε τα αντίστοιχα λήμματα των δύο καλύτερων ως τώρα νεοελληνικών λεξικών, του Μπαμπινιώτη (2012) και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (1998)).
Για τα οφέλη που απορρέουν από την εφαρμογή της ιστορικής αρχής, ουσιαστικά έκανα λόγο παραπάνω, αναφερόμενος στα θετικά της ιστορικής ορθογραφίας. Σε μια γλώσσα όπως η ελληνική, με μακραίωνη προφορική και γραπτή παράδοση, δεν είναι εύκολη ούτε χρήσιμη η απεξάρτηση της ορθογραφίας από την ετυμολογία των λέξεων και η θεμελίωσή της στη συγχρονική προφορά τους.
Ωστόσο, το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής περιλαμβάνει και λέξεις όπου είναι είτε δύσκολο είτε αδύνατον να εφαρμοστεί η ιστορική αρχή. Όσοι βλέπουν ιδεολογικά τη γλώσσα και κηρύσσουν επιστροφή στις αρχαίες ρίζες μας μέσω της ορθογραφίας και άλλα σχετικά μάλλον δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο σύνθετη είναι η πραγματικότητα και στο θέμα της νεοελληνικής ορθογραφίας. Την ορθογραφία δεν ρυθμίζει πάντα η ετυμολογία των λέξεων.
Δεύτερον, με βάση την αρχή της απλούστερης γραφής γράφονται:
(α) λέξεις που λόγω ιδιαίτερων φωνητικών μεταβολών δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν με την αρχαία ορθογραφία, λ.χ. το ξερός (μεσαιωνικό ξερός < αρχαίο ξηρός) και το παλιός (μεσαιωνικό παλιός < αρχαίο παλαιός, με συνίζηση). Στην υποκατηγορία αυτή κατατάσσονται λέξεις που έχουν αναπτύξει νέους φθόγγους. Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί εξαρχής ότι αυτοί οι νέοι φθόγγοι αποδίδονται κατ’ ανάγκην με τον απλούστερο δυνατό τρόπο. Εδώ δηλαδή δεν πρόκειται καν για απλοποιημένη γραφή. Ο φθόγγος [e] του <ξερός> δεν μπορεί παρά να αποδοθεί με <ε>, ενώ το ουρανικό σύμφωνο που ακούγεται στο <παλιός> αποδίδεται συμβατικά με το δίψηφο <λι>. Η λέξη παλιός γραφόταν άλλοτε με <η> και υπογεγραμμένη, *<παληός>, γιατί δήθεν το αι του παλαιός ετράπη σε η, όπως στη χρονική αύξηση των ρηματικών τύπων της αρχαίας το αι τρέπεται σε η, π.χ. αιτώ-ήτουν (βλέπε Χατζιδάκι 1905: 577). Ωστόσο, αφενός η φωνητική εξέλιξη του παλαιός και αφετέρου η αύξηση στα αρχαία ρήματα αποτελούν δύο φαινόμενα διαφορετικά μεταξύ τους: Το παλιός είναι συνιζημένος τύπος του αρχαίου παλαιός. Πιο συγκεκριμένα, όταν το παλαιός προφέρθηκε όπως το παλιός, όταν δηλαδή έγινε η συνίζηση (συμπροφορά) του φθόγγου που αντιστοιχούσε στο <αι> με το ακόλουθο φωνήεν, το <αι> της αρχαίας είχε συμπέσει φωνητικά με το <ε>, ενώ ο μακρός φθόγγος που απεικονιζόταν με το <η> είχε γίνει [i] (βλέπε Μπαμπινιώτη 1997α).Εδώ γεννάται το ερώτημα γιατί το <ι> είναι απλούστερο από το <η>. Αν μας ρωτήσει κάποιος πώς γράφεται η λέξη σπίτι, μπορούμε να του απαντήσουμε ότι γράφεται όπως ακούγεται. Θα λέγαμε όμως το ίδιο και για τη λέξη πηγή; Το <ι> είναι πιο απλό από το <ει>, το <οι> και το <υι>, γιατί είναι ένα και όχι δύο σύμβολα. Γιατί όμως να θεωρείται το <ι> πιο απλό και από το <η> και το <υ>, όπως και το <ο> από το <ω>; Στην προκειμένη περίπτωση, μάλλον παίζει ρόλο το γεγονός ότι η ποικιλία των <ι>, <η>, <υ> και των <o>, <ω> δεν υπάρχει στο λατινικό αλφάβητο. Έτσι, όταν για την απόδοση δανείων χρησιμοποιούνται όχι μόνο τα <ο> και <ι>, που αντιστοιχούν στα λατινικά <o> και <i>, αλλά και τα <η>, <υ> και <ω>, οι σχετικές γραφές φαίνονται ελληνικότερες και πιο σύνθετες. Απεναντίας, όταν στην ελληνική απόδοση ξένων λέξεων επιλέγονται μόνο τα <ο> και <ι>, οι γραφές αυτές φαίνονται απλούστερες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ελληνικότερες –υποτίθεται– γραφές όπως <κολώνια> και <βεζύρης> δεν είναι βάσιμες. Το ιταλικό colonia και το τουρκικό vezir δεν δικαιολογούν τέτοιες γραφές. Παρόμοιες περιπτώσεις αποτελούν παλαιότερες γραφές για την απόδοση γαλλικών λέξεων, όπως η γραφή <σωφέρ>, για την οποία θα γίνει λόγος στη σημείωση 22. (Για τις γραφές <κολόνια> και <κολώνια> βλέπε Χαραλαμπάκη 2001α: 458 και για τις γραφές <βεζίρης> και <βεζύρης> βλέπε Τριανταφυλλίδη 1965: 32, 124. Οι γραφές <κολώνια> και <βεζύρης> αποτελούν παραδείγματα της τάσης για «ελληνοποιημένη» απόδοση ξένων λέξεων με τη χρήση των «ελληνικότερων» <ω> και <υ> αντί για <ο> και <ι> αντίστοιχα.)
Επιπρόσθετες πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα γιατί το <ι> είναι απλούστερο από το <η>: α) Το <ι> είναι μικρότερο σε μέγεθος από το <η> (μία γραμμή αντί για τρεις), β) Το <ι> απεικόνιζε πάντα τον φθόγγο [i], ενώ το <η> καθυστέρησε να συμπέσει φωνητικά με το <ι> (ερμηνεία που τοποθετείται στον άξονα της διαχρονίας της ελληνικής και προϋποθέτει ειδικές γνώσεις), γ) Το <ι> είναι (;) το συχνότερο σύμβολο του φθόγγου [i]. Πάντως, ο Βηλαράς χρησιμοποίησε κατά κόρον το <η>, γιατί επιφύλασσε άλλον ρόλο στο <ι>, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3, για τα ορθογραφικά συστήματα. Με παρόμοιο τρόπο θα μπορούσε κανείς να απαντήσει αν τον ρωτούσαν γιατί το <ι> θεωρείται πιο απλό από το <υ> ή το <ο> από το <ω>.
(β) ετυμολογικά αδιαφανείς λέξεις, λ.χ. το τραβώ, που συνδέεται ετυμολογικά με το αρχαίο ταύρος, αλλά για τον απλό ομιλητή η ετυμολογική αυτή σχέση δεν είναι εμφανής, και το λιώνω, προερχόμενο από το μεσαιωνικό λιώνω και αναγόμενο στο ελληνιστικό λειώ (= κάνω κάτι λείο), πράγμα που δεν είναι όμως αισθητό στον μη ειδικό. Για λόγους κυρίως εκπαιδευτικούς-διδακτικούς, δεν ενδείκνυται εδώ η απαρέγκλιτη εφαρμογή της ετυμολογικής ορθογραφίας. Γραφές όπως <τραυώ> και <λειώνω> δεν διευκολύνουν σε κάτι αυτόν που διαβάζει ή γράφει, δεν τον παραπέμπουν σε οικογένειες λέξεων. Βέβαια, ούτε η γραφή <συνδαιτυμόνας>, όπως είδαμε, θυμίζει ομόρριζες λέξεις. Ωστόσο, γραφές όπως <τραβώ> και <λιώνω> βασίζονται στο κριτήριο της χρήσης και δεν θα άλλαζαν εύκολα. Και μάλιστα, η γραφή <τραυώ> μάλλον δεν χρησιμοποιείται καθόλου.
Από τη μια, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την επιστημονική βάση του συγκεκριμένου κριτηρίου απλογράφησης, με το σκεπτικό ότι η ορθογραφική απλούστευση εδώ θεμελιώνεται στο γεγονός ότι ο απλός ομιλητής, δηλαδή ο μη ειδικός, δεν αντιλαμβάνεται κάποιες ετυμολογικές σχέσεις. Ωστόσο, ο θεωρητικός γλωσσολόγος σήμερα βασίζεται στη διαίσθηση του φυσικού ομιλητή για διάφορα θέματα, πράγμα που σημαίνει ότι και ένα τέτοιο κριτήριο ορθογράφησης δεν είναι λιγότερο επιστημονικό από το καθαρά ετυμολογικό.
Από την άλλη, έχει παρατηρηθεί σωστά ότι δεν τηρείται με συνέπεια το παραπάνω κριτήριο, εφόσον δεν απλογραφούμε λέξεις μη συνδεόμενες εμφανώς με τον αρχαίο τους πρόδρομο, λ.χ. γράφουμε <δυόσμος> με <υ> και όχι με <ι>, από το αρχαίο ηδύοσμος (= που μυρίζει ευχάριστα), και <λυθρίνι> με <υ> και όχι με <ι>, μεσαιωνική λέξη που ανάγεται στο αρχαίο ερυθρίνος (βλέπε Μπαμπινιώτη 1998). Κανονικά, για λόγους συνέπειας, θα έπρεπε να γράφουμε <διόσμος> και <λιθρίνι>. Ωστόσο, καλό είναι να ακολουθούμε την εκάστοτε σχολική γραμματική και να μην παίρνει ο καθένας την πρωτοβουλία να γράφει όπως θέλει, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναρχίας στη νεοελληνική ορθογραφία.Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί η ορθογραφική αναρχία είναι κάτι κακό. Η ορθογραφία έχει και μια εντελώς πρακτική διάσταση. Χρειάζεται να υπάρχουν κανόνες, για να μη γράφει ο καθένας όπως θέλει. Ο εκπαιδευτικός που διορθώνει γραπτά, ο μαθητής που δίνει εξετάσεις ή ένας εργαζόμενος στον οποίο υπαγορεύει κείμενα ο προϊστάμενός του δεν μπορεί παρά να ακολουθεί ένα ορθογραφικό σύστημα που ισχύει για όλους. Το να επιλέγει κάποιος γραφές που αποκλίνουν από τις καθιερωμένες μπορεί να προκαλέσει μεγάλη σύγχυση. Και δεν είναι δυνατόν να γίνεται μάθημα γλωσσολογίας ή ετυμολογίας κάθε φορά που μια αποκλίνουσα γραφή ξενίζει κάποιον, λ.χ. εν ώρα εργασίας σε κάποια δημόσια υπηρεσία ή ιδιωτική εταιρεία. Συν τοις άλλοις, η ορθογραφική αναρχία είναι αρνητική γιατί ανοίγει τον δρόμο για την ιδεολογικοποίηση του θέματος, που μπορεί να μεταφράζεται σε επιλογή γραφών, ας πούμε, ετυμολογικότερων ή απλούστερων από τις καθιερωμένες.
Το ερώτημα βέβαια είναι ποιους κανόνες να ακολουθούμε, εφόσον και οι γλωσσολόγοι διαφωνούν μεταξύ τους ως προς τη γραφή μερικών λέξεων. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα κάτι σαν τη γαλλική Ακαδημία, που να παίζει τον ρόλο του γλωσσικού Βατικανού, ας ακολουθούμε τους κανόνες της σχολικής ορθογραφίας, όπως αυτή εφαρμόζεται, σε γενικές γραμμές, στο Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.
Για την ορθογραφική πειθαρχία και την άναρχη γραφή βλέπε και τα όσα εύστοχα γράφει ο Τομπαΐδης (1998).
(γ) λέξεις δάνειες από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά, λ.χ. κάρο (< λατινικό carrum) και σέλα (< λατινικό sella).
Eξαίρεση αποτελούν ελληνιστικά δάνεια από τα εβραϊκά, καθώς η ελληνιστική γραφή τους παγιώθηκε λόγω της ευρείας χρήσης τους στην εκκλησιαστική γλώσσα, π.χ. Σάββατο (< εβραϊκό shabbāth) και αμήν (< εβραϊκό āmēn). Εξαιρούνται από την απλογράφηση και ελάχιστα ακόμη λατινικά δάνεια που απαντούν στην ελληνιστική ή τη μεσαιωνική ελληνική, όπως κώδικας (< λατινικό codex) και ρήγας (< λατινικό rex). Εφαρμόζουμε την ιστορική αρχή στις παραπάνω λέξεις με βάση το κριτήριο της χρήσης, επειδή έτσι τις συνηθίσαμε, αλλά και γιατί οι λέξεις αυτές γράφτηκαν σύμφωνα με την προφορά τους.
Γράφει σχετικά ο Τριανταφυλλίδης (1965: 35):
«Δυσκολίες στη φωνητική μεταγραφή παρουσιάζουν μερικές από τις παλαιότερες ξένες λέξεις, όπου συχνά έχει η ιστορική ορθογραφία και πραγματική σημασία, αφού είχαν γραφή τότε οι λέξεις αυτές σύμφωνα με την προφορά τους. Και θα ήταν σωστό να μην εφαρμοστή ο κανόνας αυτός σε πολύ αρχαίους δανεισμούς. Όχι μόνο οι εβραίικες λέξεις μένουν με την ορθογραφία που κι η εκκλησία τούς συνηθίζει, “αρραβών”, “αλληλούια”, “αμήν”, “σάββατο” κτλ., μα την καθιερωμένη γραφή καλό είναι να διατηρήσωμε και σε μερικές λατινικές λέξεις, ιδίως όταν και στην επίσημη γραφομένη έτσι συνηθίζωνται (“καίσαρ”, “πραιτώριον”, “Ρωμαίος-Ρωμιός”, “ρήγας”)».
Και εδώ παρατηρούνται δείγματα ασυνέπειας: Ενώ δεν απλογραφούμε τα λατινικά δάνεια κώδικας, ρήγας κτλ., απλοποιούμε ορθογραφικά λ.χ. τα λίβελος (ανάγεται στο λατινικό libellus) και μαντίλι (ανάγεται στο λατινικό mantilium), που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ωστόσο, η γραφή <λίβελος> δεν ξενίζει όπως θα ξένιζε η γραφή <κόδικας>. Κάθε περίπτωση μπορεί να είναι ξεχωριστή και καλό είναι να έχουμε μια ευελιξία στη σκέψη. Επιπλέον, ρόλο στο να γράψουμε <μαντίλι> παίζει και το γεγονός ότι υπάρχει και ελληνιστικός τύπος με <ι>, οπότε επιλέγουμε τον απλούστερο από τους ελληνιστικούς τύπους. Αυτό βέβαια το θέμα είναι λίγο πιο σύνθετο. Αφενός, το ΛΚΝ στο λήμμα μαντίλι παραθέτει την εξής ετυμολογία:
[ελνστ. ἡ μαντήλη, μαντίλιον (και μαντήλιον, μανδήλιον) < λατ. mantile, mantele (ουδ.), mantilium]
Αφετέρου, το ΛΝΕΓ στο λήμμα μαντήλι δίνει τις ακόλουθες ετυμολογικές πληροφορίες:
[ΕΤΥΜ.< μτγν. μανδήλιον («γλώσσα» τού Ησυχίου) < λατ. mantēlium / mantilium, υποκ. τού mantele (< manus «χέρι»). Για την ορθογράφηση με -η-, πβ. κ. καντήλι].
Το <μαντίλι> φαίνεται να προέρχεται από το <mantilium>, ενώ απαντά και το <mantelium>. Για τη γραφή της λέξης μαντίλι βλέπε και Τσολάκη (2006: 95-96), που καταλήγει στη γραφή με <ι>, δηλαδή <μαντίλι>.
(δ) όλα τα νεότερα δάνεια, μεταγενέστερα από την ελληνιστική εποχή, όπως ακουμπώ (< λατινικό accumbo) και γάτα (< λατινικό catta). Επίσης: καβγάς (< τουρκικό kavga), σοφέρ (< γαλλικό chauffeur).
Την απόδοση των νεότερων δάνειων λέξεων στην ελληνική διέπει η αρχή της απλογράφησης. Η γνώση ξένων γλωσσών δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή γραφή λέξεων που ανήκουν πλέον στην ελληνική (βλέπε Μπαμπινιώτη 1997α και 1997δ, αλλά και ΛΝΕΓ, σελίδες 35, Π22-Π23, ΟΛΝΕΓ, σελίδες κδ-κστ). Η εφαρμογή της ετυμολογικής αρχής εδώ θα οδηγούσε σε γραφές όπως ακκουμπώ, γάττα κ.λπ., που δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει και να ακολουθεί ο μέσος Έλληνας ομιλητής.O Tριανταφυλλίδης (1965: 109) μάλιστα πρόβαλε ένα επιπλέον επιχείρημα για την απλογράφηση των δανείων ειδικά ως προς τα διπλά σύμφωνα: